Λεξικόν Ελληνικά>Τσακώνικα (ΕΛ>ΤΣ) /Αφιερώνεται στην Τσακωνιά .

Από τα

Δ.Φ.Μιχαήλ Δέφνερ: Λεξικόν της Τσακώνικης Διαλέκτου

ΛΕΞΙΚΟ ΔΕΦΝΕΡ.pdf – Google Drive

Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου

Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου (sch.gr)

Τα 2 λεξικά παραπάνω είναι Τσακώνικα >Ελληνικά (ΤΣ>ΕΛ)

Ευχαριστούμε το Δημοτικό Σχολείο Λεωνιδίου ,το Αρχείο Τσακωνιάς  και τους  φίλους της Τσακωνιάς

Στην ψηφιακή εποχή μας πρέπει γρήγορα να προλάβουμε το τραίνο της ιστορίας .Η Τσακώνικη γλώσσα αξιοθαύμαστα διατηρήθηκε ακέραια προφορικά μέσα στους αιώνες αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να συμμετέχουμε στην ψηφιακή εποχή μας για να πετύχουμε ευκολότερα περισσότερα για τα παιδιά μας. Πρέπει να μιλάμε , αλλά επίσης πρέπει να μάθουμε να γράφουμε Τσακώνικα και το κυριότερο αν θέλουμε καλύτερα να διατηρήσουμε την φλόγα των προγόνων μας, πρέπει να μάθουμε και τα παιδιά μας να μιλάνε και να γράφουν Τσακώνικα.

To κείμενο παρακάτω είναι από το λεξικό του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου , αλλά είναι σε διαφορετική σειρά Ελληνικά>Τσακώνικα, με δικαιολογημένα λάθη από τους μικρούς μαθητές .Είναι μια πολύ έξυπνη, ουσιαστική και σημαντική πρωτοβουλία και είναι μιά αξιόλογη προσπάθεια. Το λεξικό είναι του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου  και ανήκει στην Τσακωνιά.ΜΠΡΑΒΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ και στους μικρούς Τσάκωνες . Bοηθάμε να διατηρηθεί η Τσακώνικη γλώσσα και ο Τσακώνικος πολιτισμός, με τον καλύτερο τρόπο. Από την διασπορά, Δεκέμβριος 21,2022.

Λεξικόν Ελληνικά>Τσακώνικα (ΕΛ>ΤΣ) /Αφιερώνεται στην Τσακωνιά .

 ΕΛ> TΣ 
1αβάτευτος (ο)αμαρκάλιστε (ο): 
2άβγαλτος (ο) , αθώος , άπειροςαμπάλητε (ο): 
3αβγαλτος (ο) , μη εισελθώναμπάιτε (ο): 
4άβρετος (ο) , αυτός που δεν έχει βρεθείάρεστε (ο): 
5αβύζαχτος , αθήλαστοςασάλιτε (ο): 
6άβυσσος (η) , χάοςάδυσσε (ο): 
7άβυσσος της θάλασσας (η)ρόϊδη (α): 
8αγγείο από κασσίτερο για πάγωμα κρασιού , ψυγείοκρωγκήρι (το): 
9αγγείο απο λάδι (το) , γριάλαδικό (το): 
10αγγείο για ρακίσουραχί (το): 
11αγγελάκι (το) , αγγελούδιαντζέλι (το): 
12αγγελικός (ο)αντζελικό (το): 
13αγγιάζωαντζάζου: 
14αγγίζω , πιάνωαντζίχου: 
15άγγιχτος (ο)απροδόντζιχτε (ο): 
16αγγούρι (το)αγγούρι (το): 
17αγγυλώνω , κεντώ , τρυπώαντζελούκου: 
18αγελάδα (η)κούλικα (α): 
19αγελαδίτσα (η)μοκούα (α): 
20αγέλη (η) , κοπάδιαγέα (α): 
21αγέννητη (η)ασπαργάνιστε (α): 
22αγέννητος (ο)αγέννατε (ο): 
23αγέραστος (ο)άγερε (ο): 
24αγίνωτος (ο) , άγουροςάνατε (ο): 
25άγιος (ο) άγιε (ο): 
26Άγιος Ανδρέας (ο)Άγιε Ανδρήα (ο): 
27Άγιος Νικόλαος Σύντζας (ο)Άγιε Νικόα τα Σύντζα (ο): 
28Άγιος Πέτρος (ο)Μαλεβή (α): 
29Άγιος Στρατηγός (ο) , Άγιος ΤαξιάρχηςΑϊ Στράκηγο (ο): 
30αγκάθι (το) , ακάνθακούλε (ο): 
31αγκαλιά (η)αγκαλία (α): 
32αγκαλιάζω , αποδέχομαιαγκαλιάζου: 
33αγκαρδίωση (η)εγκάρδιουση (α): 
34αγκίδα (η)αγκίδι (το): 
35αγκίδα (η) , αγκίδιαντζίδα (α): 
36αγκίστρι (το)αντζίστρι (το): 
37αγκιστρώνω , γαντζώνω , αρπάζωαντζιστρούκου : 
38αγκιστρώνω , πιάνω κάτιαγκραΐχου: 
39αγκλίτσα του τσοπάνη (η)αγκραΐτσα (α): 
40αγκρίφι (το) , το αγκάθιαγκρίθι (το): 
41αγκυνάρα (η)αντζυνάρα (α): 
42άγκυρα (η) , βαρύ σίδεροάγκουρα (α): 
43αγκώνας (ο)αγκώνα (α): 
44αγνάντια , αντίκρυανάγκια: 
45αγοράζω , ψωνίζωαγοράνου: 
46αγούμαστος (ο) , είδος σταφυλιούαγούμαστε (ο): 
47άγουρο σταφύλι,αγουρίδα (το)όπακα (α): 
48άγουρος (ο)άγουρε -ε -ε (ο): 
49αγράμματος (ο)αγράμματε -ε -ε (ο): 
50άγρια λουπινιά (η)αγρολουπινία (α): 
51αγρια μηλιά (η)αγζομαλία (α): 
52αγρια μηλιά (η)γζομαλία (α): 
53άγρια συκιά (η)αγζοσυντζά (α): 
54αγριάδα (η)αμμοδέτα (α): 
55αγριελιά (η)αγρολία (α): 
56αγριεύω , εξαγριώνω , εξαγριώνομαιαγρέγγου: 
57αγρίμι (το) , άγριο ζώοαγρίνι (το): 
58άγριο κλήμα (το)αγρόκραμα (το): 
59αγριο πράσο (το)αγριοάπρασε (το): 
60άγριο σιτάρι (το)αγζοσίταρε (το): 
61αγριόγατα (η)αγριοκατσούα (α): 
62αγριόγατος (ο)αγροκάτσουλε (το): 
63αγριόκεδρο (το)αρακίσου (το): 
64αγριοκοιτάζωαγζοξεικάζου: 
65αγριοκοιτάζωαγροξεικάζου: 
66αγριολάπαθο (το)αγράπασε (το): 
67αγριομηλιά (η)αγρομαλία (α): 
68αγριοράδικο (το)αγζορόδικο (το): 
69άγριος (ο) , άξεστοςάγρε -ε -ε (ο): 
70αγριοσπάνακο (το)αγζοσπάνακο (το): 
71αγριοφασκομηλιά (η)αγζοφασκονηλιά (α): 
72αγριόφλομος (ο)αγζόφομο (ο): 
73αγριόχοιρος, αγριογούρουνο (ο) , αγριογούρουνοαγζόχιουρε (ο): 
74αγροικώ , ακούω , νιώθωαγροικού: 
75αγροκουμαριά (η)αγροκούμαρε (το): 
76αγρομανάκι (το)αγουρομανάτζι ή αγουρομάνακο (το): 
77αγροφύλακας (ο)δεργάτα (ο): 
78αγύριστος (ο)άγυρτε (ο): 
79αγύριστος (ο) , μη επιστραφείς , μη επανελθώναγιούριστε -ε -ε (ο): 
80αγωγιάτης (ο)αγωγιάτα (ο): 
81αγωγός (ο) , τρύπααρνούχο (ο): 
82αγωγός νερού (ο)δογό ή δοχό (ο): 
83αγωγός ύδατος (ο)δοχό (ο): 
84άδαρτος (ο) , αχτύπητοςάδαρτε (ο): 
85άδεικτος (ο) , αυτό που δεν έχουμε δείξειαδένατε (ο): 
86άδειος (ο) , κενός , αδειανόςάδειε (ο): 
87αδελφή (η)αθυά (α): 
88αδελφός (ο)αθύ (ο): 
89αδέξιος (ο) , ανεπιτήδειοςαδέξε -ε -ε (ο): 
90αδερφάκι (το)αφούτσι (το): 
91άδετος (ο) , λυτός , ελεύθεροςαδέϊτε -ε -ε (ο): 
92αδιάλεκτος (ο) , μη διαλεγμένοαζάλετε (ο): 
93αδιαμοίραστος (ο) , αδιανέμητοςαμέρατε (ο): 
94αδιαντροπιά (η) , αυθάδειααδιαντροκία (α): 
95αδικία (η)αδιτζία (α): 
96αδικοσκοτωμένος (ο)αδικοφόνευτε (ο): 
97αδικώαδικού: 
98αδυναμία (η)αχάμνια (α): 
99αδυνατίζωαχαμνιένου: 
100αδυνατίζω , σκελετώνομαιλυρούκου: 
101αδύνατος (ο) , άπαχοςαχαμνέ (ο): 
102αέρας (ο)αέρα (ο): 
103αετόπουλο (το)αετούτσι (το): 
104αετόπουλο (το)αϊτούτσι (το): 
105αετός (ο)αετέ (ο): 
106αετός (ο)αϊτέ (ο): 
107αζάλωτος (ο) , αφόρτωτοςαζάουτε (ο): 
108αζημίωτος (ο)αζήνιουτε (ο): 
109αζύγιστος (ο)αζύγιαστε (ο): 
110αζύμωτος (ο)αζύμουτε (ο): 
111αζύμωτος (ο)αξανάποιτε (ο): 
112αθειάφιστος (ο)ακειάθιστε (ο): 
113αθεόφοβος (ο)αθεόφοβο (ο): 
114αθέριστος (ο)ασέριτε (ο): 
115αθέρμαντος (ο)ασόνιστε (ο): 
116αθήλαστος (ο)ασίλιτε (ο): 
117αθόλωτος (ο) , διαυγής , καθαρόςαθέουτε (ο): 
118αθώος (ο)ανέφταιγο (ο): 
119αίγιαλός του Αγίου Ανδρέου (ο) , οι κάτοικοι λέγονται ΓιαλιώτοιΓιαλέ (ο): 
120αίμα (το)αίμα (το): 
121αιφνίδιο (το) , το κακόξαφνικό (το): 
122αιχμηρός-ή-όξυμυτερέ-ά-έ: 
123αιχμηρός-ή-όξυφτερέ-ά-έ: 
124ακαθαρσία (η)αφουσά (α): 
125άκαιρος (ο)άτσαιρε (ο): 
126άκακος (ο)άκακο (ο): 
127ακαλλιέργητος τόπος (ο)χέρουμα (το): 
128ακάνθινος (ο) , χωρίς αγκάθιααπάλινε (ο): 
129ακατηγόρητος (ο)ακακηγόρευτε (ο): 
130άκαυστος (ο)άδατε (ο): 
131ακέντρωτος (ο)ατσέντρουτε (ο): 
132ακένωτος (ο) , ο μη κενόςατσένουτε (ο): 
133ακέρδητος (ο) , Αυτός που δεν κέρδισεατσέρδευτε (ο): 
134ακέρωτος (ο) , μη κερωμένοςατσέρουτε (ο): 
135ακίνδυνοςατζίνδυνε (ο): 
136ακίνδυνος (ο)αντζίντυνε (ο): 
137ακίνητοςατζίνητε (ο): 
138ακίνητος (ο)ατσίνητε (ο): 
139ακλάδευτος (ο)ατσίτσουτε (ο): 
140ακληρία (η) , η ατεκνίαακλερία (α): 
141ακοινώνητοςατζοινώνητε (ο): 
142ακοινώνητος (ο)ατσοινώνητε (ο): 
143ακολουθώ , συμβαίνω , έπομαιακολουθού: 
144ακόμη , κι αλλο , πάλιακόνη: 
145ακονίζωπαρακονού: 
146ακοπάνιστος (ο)αστούγκιστε (ο): 
147ακουμπώκουγκίχου: 
148ακουμπώ , αγγίζωαποκουγκίχου: 
149ακούραστος (ο)αμόγητε (ο): 
150ακούρευτος (ο)άκουρε (ο): 
151άκουσαενοιάκα: 
152ακούωνοίου: 
153ακόχλαστος (ο) , άβραστοςαχούχλιστε (ο): 
154άκρη (η) , το τέρμαάκρα (α): 
155ακριβός (ο) , υψηλή τιμήακριβό, -ά, -ό (ο): 
156ακρίδα (η)ακζίδα (α): 
157ακρίδα (η)ακρίδα (α): 
158ακρινός (ο) , τελευταίοςακρινέ, -ά -έ (α): 
159ακρογιαλιά (η) , ακροθαλασσιά , χείλος θαλάσσηςχειόθασσε (το): 
160ακτίνα (η) , μικρή σταγόνααχκίδα (α): 
161ακτύπητος (ο)άντουτε (ο): 
162άκωλος (ο) , άπατοςάκωλε΄, -ε, -ε (ο): 
163αλάτι (το)άτσι (το): 
164αλατίζωακίζου: 
165αλατισμένος (ο)ακιστέ, -α, -ε (ο): 
166αλαφρύνωαφρούκου: 
167αλβανίτικος (ο)αρβανίτσιχο (ο): 
168αλέθωαλέσου: 
169αλείφωαλείφου: 
170αλεπού (η)αλεπού (α): 
171αλέτρι που δεν έχει το υνί στη θέση του (ο)απροσύνιαστε (ο): 
172αλεύκαντος (ο) , ακάθαρτοςαχάλετε (α): 
173αλήθεια (η)αλήθεια (α): 
174αλιεύωψαρέγγου: 
175άλιωτος (ο) , ο μη λιωμένοςάλυουτε (α): 
176αλλά , όμως , μααμή (το): 
177άλλαγμα (το)άτσιμο (το): 
178αλλάζωάσσου: 
179άλλαξεάε: 
180αλληθωρίζωαλλοιθωρίζου: 
181αλλήθωρος (ο)αλλοίθωρε, -ε, -ε (ο): 
182αλλοιώτικος (ο) , διαφορετικόςαλλοιότσιχο (ο): 
183άλλος, άλλη, άλλο (ο)άλλε,α άβα, το άλλιου (ο): 
184άλλοτεάοτε: 
185αλλούαλλιά: 
186αλλού , αλλουνούαού: 
187άλμη (η)άρμη (α): 
188αλμυραίνωαρμυραίνου: 
189αλμυρός (ο)αρμυρέ ,-α, -έ (ο): 
190άλογο (το)άογο (το): 
191άλογο του θεού (το)άγο του θεού (το): 
192αλογόμυγα (η)αογόμουζα (α): 
193αλογόμυλος (ο)αγόμυλε (ο): 
194αλοιφή (η)αλοιθή (α): 
195άλυτος (ο) , δεμένος , αυτός που δεν έχει λυθείάλυτε (α): 
196αλωνάκι (το)αωνάτζι (το): 
197αλώνι (το)άωνα (α): 
198αλωνίζωαωνού: 
199αμάζευτος (ο) , ο μη μαζεμένοςαμάζουτε (α): 
200αμάραντος (ο) , ο θαλερός , ο αειθαλήςαμάραντε (το): 
201αμαρτία (η)κρίμα (το): 
202αμαρτία (η) , αμάρτημααμαρκία (α): 
203αμαύρωση (η)θαμπουμάρα (α): 
204άμαχος (ο) , ήσυχος , φιλήσυχοςάμαχο (ο): 
205αμέθυστος (ο)αμέθυστε (ο): 
206αμελέτητος (ο) , ο αδιάβαστοςαμελέτητε (ο): 
207αμέσως , γρήγοραδρόνια: 
208αμέσως , ευθύςρητά: 
209αμέτρητος (ο) , άπειροςαμέτσητε (ο): 
210αμίλητος (ο) , άφωνοςανίλητε (ο): 
211αμμόνι (το) , ακμόνιοναμμόνι (το): 
212άμμος (η)άμμο (α): 
213αμνήστευτος (ο) , αρραβώνιαστοςαρραβώνιαστε (ο): 
214άμοιρος (ο) , ο άτυχοςάμοιρε (ο): 
215αμόλυντος (ο)αμόλευτε (ο): 
216αμπαρώνω , κλειδώνωαμπαρούκου: 
217αμπέλι (το) , κληματαριάάμπελε (α): 
218αμπελοκλαδεμένος , κατάρα για μικρά παιδιάμπεοκαδιαστέ (ο): 
219αμυγδαλιά (η)νυγδαλία (α): 
220αμύγδαλο (το)νύγδαλε (το): 
221αναβλύζωαναβλύζου: 
222αναβλύζω , αναβλύζω , αναπηδώαναβρύου: 
223ανάβολος (ο) , μέρος που βγαίνει νερόανάβολε (ο): 
224αναβράζω , κοχλάζω , ξαναβράζωαναβράζου: 
225ανάβωανάφου: 
226αναγκάζω , βιάζωαναγκάζου: 
227ανάγκη (η)ανάντζη (α): 
228ανάγκη (η)ανάτζη (α): 
229αναγνωρίζωανανοιρίζου: 
230αναγνώστης (ο)αναγνώστα (ο): 
231αναγουλιάζωαναγουλιάζου: 
232ανάγωγος (ο) , κακός ανατεθραμένοςκακανασταντέ (ο): 
233αναζητώ , ψάχνω , γυρεύωκουνίνδου: 
234ανάθεμα (το) , αφορισμός , κατάραανάθεμα (το): 
235αναθεματίζω , αφορίζω , καταριέμαιαναθεμακίζου: 
236ανακάτεμα κρασιού με νερό (το)μπεβάδα (α): 
237ανακατεύωαραϊδάζου: 
238ανακατεύω , ανακατώνωαναδέγγου: 
239ανακατώνω , ανακατώνομαι , μπερδεύωανακατούκου: 
240ανάλατος (ο)άκιστε, -ε, -ε (ο): 
241αναλλαγιά (η) , βρομιά , όταν δεν έχουμε αλλάξει ρούχααναγία (α): 
242ανάλλαγος (ο)ανάογο (ο): 
243αναλογίζομαι , στοχάζομαιαναλεγούμενε: 
244ανάμα (το) , κρασί για την λειτουργία , είδος κρασιουανάμα (το): 
245ανάμεσαανάμεσα: 
246αναμιγνύω , ενώνω , σμίγωζινίχου: 
247άναμμα (το) , άναμμα της φωτιάςάναμμα (το): 
248ανανεώνω , ξανανιώνωξανανεούκου: 
249αναπάντεχος (ο) , ο απροσδόκητος , ο απρόβλεπτοςαναπάντεχο (ο): 
250αναπνοή (η)ανασασμό (ο): 
251ανάποδαανάποδα: 
252αναποφάσιστος (ο)αναποφάσιστε (ο): 
253ανάρμεχτος (ο)άρμευτε (ο): 
254ανασαίνω , ξεφουσκώνωανασαίνου: 
255ανασηκώνομαι , αναστηλώνομαιαναταίνου: 
256ανάσκελαανάστζεα: 
257ανάσκελα , πίστομαπίστομα: 
258ανασκουμπώνομαιανακλαϊσκούμενε: 
259ανασκουμπώνωανακλιάζου: 
260ανασταίνομαι , ξαναζώαναζού: 
261ανασταίνωανασταίνου: 
262Αναστασία (η)Αναστασά (α): 
263Αναστάσιος (ο)Αναστάσι (ο): 
264Ανάστασις (η)Ανάσταση (α): 
265αναστεναγμός (ο)χουίτε (ο): 
266αναστενάζωχουίνδου: 
267αναστενάζω βαθιάβαριαναστενάζου: 
268ανατολή (η)ανατολή (α): 
269ανατριχίλα (η)ανατσιχία (α): 
270αναφλέγομαι , πιάνω φωτιάανακαρούκου: 
271αναχαράζωαναχαράσου: 
272Ανδρέας (ο)Ανδρία (ο): 
273ανδρομίδα (η) , κιλίμι , μάλλινος τάπηταςτζίλικα (ο): 
274άνδυτος (ο) , μη ενδεδυμένος , γυμνόςάγγιουτε (ο): 
275ανέλπιστο (το) , απροσδόκητα , αιφνιδιαστικάακάτεχο (το): 
276ανέλπιστος (ο) , απρόβλεπτος , απρόσμενοςανόρκιστε (ο): 
277ανέμη (η)ανέμη (α): 
278ανεμογάμης (ο) , το κιρκινέζι (μετφορικά)αλεμογάνι (ο): 
279ανεμόμυλος (ο)ανεμόμυλε (ο): 
280άνεμος (ο)άνεμο (ο): 
281ανεμοστρόβιλος (ο)ανεμοστρόφιλε (ο): 
282ανεμοταραχή (η)συνοχή (α): 
283ανεπρόκοπος (ο)ανεπρόκοπο (ο): 
284ανερώτητος (ο)ανερώτητε (ο): 
285ανέρωτος (ο)ανέρουτε (ο): 
286ανεύθυνος (ο)ανέτελε (ο): 
287ανευνούχιστος (ο) , αμουνούχιστοςατσοκάνιστε (ο): 
288ανέχομαιανέγου: 
289άνηθος (ο) , μύρισμανύρισμα (το): 
290ανήμερος (ο) , ο άγριος , ο άξεστοςανήμερε (ο): 
291ανήφορος (ο)ανήφορε (ο): 
292ανθίζω , ανθώανθού: 
293άνθος (το)άνθι (το): 
294άνθος της κουφοξυλιάς (το) , ο καρπόςσαμπούκο (ο): 
295ανθρακία (η)θράκα (α): 
296ανθρωπάκι (το) , νάννοςανθρωπάτζι (το): 
297ανθρώπινος (ο)ανθρώκινε (ο): 
298άνθρωπος (ο)άνθρωπο (ο): 
299άνθρωπος (ο)άνθρωπο (ο): 
300άνθρωπος (ο)άτσουπο (ο): 
301άνθρωπος (ο) , με την έννοια του συζύγουάτσωπο (ο): 
302ανοίγωανοίνδου: 
303ανοίγω πολύ τα σκέληαποστακού: 
304άνοιξη (η)άνοιξη (α): 
305ανοιξιάτικος (ο) , εαρινόςανοιξάτσιχο (ο): 
306ανοιχτό βήμα (το)αποστακατία (α): 
307ανοιχτού κόκκινου χρώματοςβλάγκο (ο): 
308ανόρεχταβαρετά: 
309ανταμώνω , συναντώανταμούκου: 
310ανταπόδωση (η) , ενίσχυσηαπαδοσύνη (α): 
311αντεριά (η)αντερία (α): 
312άντερο (το)άντερε (το): 
313αντι του αργαλιού (το)κισάγκι (το): 
314αντίδωρο (το)αναφορά (α): 
315αντικρινός (ο) , απέναντιαγκικρυνέ (ο): 
316αντίκρυαγκίκρυ: 
317αντικρύζωαγκικρίζου: 
318αντίλαλος (ο)αγκίαλε (ο): 
319αντίλαλος (ο) , ηχώαπόφωνε (το): 
320αντιλαλώ , αντηχώαγκιαού: 
321αντιπροχθέςπροτσιπέρι: 
322αντοχή (η)βασταμό (ο): 
323αντρόγυνο (το)ανδρόγυνε (το): 
324ανύφαντος , που δεν έχει υφανθείάφατε, -ε, -ε (ο): 
325ανώτεραανούτερα: 
326άξαντος (ο) , μη ξασμένοςάτσατε (ο): 
327αξεφλούδιστος (ο)αλεφτε (ο): 
328αξίνη (η) , τσάπατσία (α): 
329αξύριστος (ο)αξούριστε (ο): 
330άξυστος (ο)άτσουτε (ο): 
331αόρατος (ο)αόρατε (ο): 
332απ΄ έξωαποτάτσου: 
333απάγκιο (το) , απάνεμοαπάντζι (το): 
334απαλός (ο) , μαλακόςαπαλέ (ο): 
335απάνθρωπος (ο)απάνθρωπο (ο): 
336απαραίτητος (ο)απαραίτητε (ο): 
337απαρηγόρητος (ο)απαρηγόρητε (ο): 
338απάτητος (ο)απάτητε (ο): 
339απείραχτος (ο)ακείραχτε -ε, -ε (ο): 
340απείραχτος , ακέραιοςάπρετε (ο): 
341άπειρος (ο) , αμέτρητοςάκειρε, -ε, -ε (ο): 
342απελπίζωαπολπίζου: 
343απελπισία (η)απολπισία (α): 
344απελπισμένος (ο)απελπιστέ (α): 
345απέναντι , αντίκρυαντζά: 
346απέξωαπότσου: 
347απήγανος (ο) , αρωματικό φυτόαπήγανε (ο): 
348απήδητος (ο)ασπήδητε (ο): 
349άπιστη γυναίκα (η)πόλκικο (α): 
350άπιστος (ο) , ο δύσπιστος , ο καχύποπτοςάκιστε (ο): 
351απλάγιαστος (ο) , ακοίμητος , ξύπνιοςαπράγιαστε (ο): 
352άπλαστος (ο) , ανόητοςάπρατε (ο): 
353άπλεχτος (ο)άπρετε (ο): 
354απλήγωτος (ο)απλήγουτε (ο): 
355απλήρωτος (ο)απλέρουτε (ο): 
356απλός (ο) , απαίδευτοςαπλέ (α): 
357άπνιχτος (ο)άπριτε (ο): 
358απόαπό: 
359από αύριοαποταχία: 
360από εκείαποπά: 
361από κάτωαποχάμου: 
362από μπροστάαποπουρτέσε: 
363από πάνωπανούσε: 
364από πάνω (η)αποπανούσε: 
365από τι , αφού , αφότουαποτσί: 
366από τώρα κιόλαςαποτάδαρι: 
367απο χαμηλάαποχαμηά: 
368από ψηλάαποψεά: 
369από ψηλάαποψηά,: 
370αποβάλλωαποβάνου: 
371αποβάλλωαπορρίχνου: 
372αποβάλλωτσαμπρούκου: 
373αποβάλλω το άνθος (η)διανθίζου (α): 
374αποβάλλω τον άγουρο καρπόγαλέγγου: 
375αποβολή εμβρύου (η) , έκτρωσηξέρισμα (το): 
376αποβραδίς (ο)αποσπερού: 
377απογίνομαι , καταλήγωαπογινούμενε: 
378απογοητεύομαι βλέποντας , κουράζομαιαποορού: 
379αποδεικνύωαποδενάχου: 
380αποθερίζωαποσεζίντου: 
381αποθώ , σπρώχνωαποτύφου: 
382αποκάνω , κουράζωαποποίου: 
383αποκάτωαποκατούσε: 
384απόκερο (το) , ότι απομένει από το κερί.απότσερε (το): 
385αποκοιμιέμαιαποκιούφου: 
386αποκοιμιέμαι , μεταφορικά αποκοιμίζωαπομπού: 
387αποκόπτωαποκόφου: 
388αποκοσκινίδι (το) , σκύβαλοαποκοστζινίδι (το): 
389αποκούμμουτσο (το) , αποκόμματοαποκούμμουτσε (το): 
390αποκούμπι (το) , στήριγμααποκούγκι (το): 
391απόκουρο (το)απόκαρε (το): 
392αποκρεύωαποκρέγγου: 
393αποκριά (η)αποκρία (α): 
394αποκριάτικος (ο)αποκζάτσιχο (ο): 
395αποκριέςαποκζίσε: 
396αποκρίνομαιαποκρινούμενε: 
397απόκρυφααπόγκζουφα: 
398αποκτώαποκτού: 
399αποκωλώνωαποκωούνου: 
400απολέμητος (ο)απολέμητε (ο): 
401απολογούμαι , αποκρίνομαιαπογούμενε: 
402απολυτός (ο)απολυτέ (ο): 
403απολύωαπολύου: 
404απολύωπάφου: 
405απομακρύνομαι , φεύγω μακριάαλλαργέγγου: 
406απόμερααπόμερα: 
407απομέσααποτάσου: 
408απομονωμένος (η) , μοναξιάαπόμερε (ο): 
409απονήρευτος (ο) , αγαθόςαπονήρευτε (ο): 
410απονιά (η) , ασπλαχνίααπονία (α): 
411άπονος (ο) , σκληρόςάπονε (ο): 
412αποξέωποτσούνου: 
413αποξηλώνωαποξηούκου: 
414αποπαίρνω , αποστομώνωαπαρίκου: 
415αποπαίρνω , προσβάλλωαποαζίκου: 
416αποπάνωαπανούσε: 
417αποπάνωαποτάνου: 
418απόπιομα (το)απόκιμα (το): 
419αποπίσωαποκίσου: 
420αποπλέκω , τελειώνω το πλέξιμοαποπρέγου: 
421αποπλένωαποκσύζου: 
422αποπληρώνωαποπλερούκου: 
423απόπλυμα (το)απόκζυσμα (το): 
424απορία (η)αποζία (α): 
425απορρίπτωαποξερίχου: 
426απορώ (η)απορού: 
427αποσβήνω , σβήνω τελείοςαποπουντέχου: 
428απόσκιο (το) , σκιάαπότσα (α): 
429αποσκουπίζω , σκουπίζω καλάαποψαίνου: 
430αποσκύβαλο (το) , το άχρηστο από το κοσκίνισμααποστσύβαλε (το): 
431αποσπερίτης (ο) , ο αστερισμός της Αφροδίτηςαποσπερίτη (ο): 
432αποστάζω νερόαναλείχου: 
433απόστημα (το)απόσταμα (το): 
434αποστομώνωαποστομούκου: 
435αποστομώνω , προσβάλλωαποσαούκου: 
436αποστραγγίζωαποστραντζίχου: 
437αποσύρωαποσούρου: 
438αποτάτης (ο)απετάτα (ο): 
439αποτελειώνωαποτελειούκου: 
440απότιστος (ο)απόκιστε (ο): 
441αποτραβιέμαι , αποσύρομαι στην άκρηακρίζου: 
442αποτραβώ , απομακρύνωαποτραβίντου: 
443απότρυγα , μετά τον τρύγοαπότσυγα: 
444αποτρυγώ , μετά τον τρύγοαποτσυγού: 
445αποτυχαίνωαποτυχαίνου: 
446αποτυχία (η)αποτυχία (α): 
447απούλητος (ο)απούλητε (ο): 
448αποφάγι (το)αποφαγούιδι (το): 
449αποφάι (το)αποφάι (το): 
450απόφαση (η)απόφαση (α): 
451αποφασίζωαποφασίζου: 
452αποφεύγωαποφύου: 
453αποφορά καμμένου πράγματοςα (η)σκουρνία (α): 
454αποχαιρετώαποχαιρεκίζου: 
455απόχη (η)απόχα (α): 
456απόχη (η)αρπάι (α): 
457απόχη (η)πόχα (α): 
458απόχτυπος (ο) , θόρυβος , κρότοςαπόχκιουπο (ο): 
459αποχτώαποχκίζου: 
460αποχωρίζωαποχουζίζου: 
461άπραγος (ο) , άπειροςάπραγο (ο): 
462άπρεπος (ο)άπρεπο (ο): 
463Απρίλης (ο)Απρίλη (ο): 
464Απριλιάτικος (το)απριλιάτσιχο (το): 
465άπροικος (ο)άπζοικο (το): 
466απρόκοπος (ο)αστοκάματε (ο): 
467απρόκοπος (ο)αχαΐρευτε (ο): 
468απρόσεχτος (ο)απρόσεχτε (ο): 
469απρόσεχτος (ο)ασομόατε (ο): 
470απροσκάλεστος (ο)απροσκάλεστε (ο): 
471απροσκύνητος (ο)απροστσύνητε (ο): 
472απροστάτευτος (ο)απροστάτευτε (ο): 
473απτόητος (ο)αφτόιστε (ο): 
474αράζω , αγκυροβολώαράσσου: 
475αραιάαζιά: 
476αραιοκαματεύωαζοκάμου: 
477αραιοπατώαζοπατού: 
478αραιοπλέκωαζοπρέγου: 
479αραιός (ο)αζιέ (ο): 
480αραίωμα (το)άριεμα (το): 
481αραιώνωαζέγγου: 
482αραιώνωαριέγκου: 
483αράντιστος (ο)αρέντιστε (ο): 
484αραπάκι (το)αραπάτσι (το): 
485αράπης (ο) , μαύροςαράκη (ο): 
486αραπιά (η)αρακία (α): 
487αράπικη αρρώστια (η)αράκικο (ο): 
488άραφτος (ο)άραφτε (ο): 
489αράχνη (η)κομπίο (ο): 
490αράχνη (η) , το δίχτυ της αράχνης , η μαυρίλα του τζακιούαράχνα (α): 
491αργά τη νύχταάωρα: 
492αργαλειός (ο)αργαλειέ (ο): 
493αργίτικος (ο)αργίτσιχο (ο): 
494αργοπορώαργού: 
495αργοπορώ , καθυστερώ , βραδύνωαργοπορού: 
496αργός (ο)αργό (ο): 
497αργοσυγύριστος (ο) , που αργεί να κάνει κάτιαργοσυγύζιστε (ο): 
498αργότερα , αργάαργά: 
499αρέσωαρεσκούμενε: 
500αρίζωτος (ο)ασίντουτε (ο): 
501αριθμός (ο)αρθιμό (ο): 
502αριστερός (ο)αριστερέ (ο): 
503αριστερός (ο) , αριστερόχειραςσοβλέ,σοβά,σοβλέ (ο): 
504αρμαθιά (η)αρμάθα (α): 
505άρμεγμα (το)άρημα (το): 
506άρμεγμα (το)αρητέ (ο): 
507αρμέγωαρού: 
508άρμενο του πλοίου ή του ανεμόμυλου (το)άρμενε (το): 
509άρμεχτοςάρυτε,-ε,-ε (ο): 
510άρμη (η) , σαλαμούρααρμυρία (α): 
511αρμός ,άρθρωση πόρτας ή παράθυρου (ο) , άρθρωση σώματοςαρμό (ο): 
512αρνάδα (η)βαννατζία (α): 
513αρνάκι (το)βαννί (το): 
514αρνάκι (το)βαννιούλι (το): 
515αρνάκι (το) , μικρό πρόβατοαρνούλι (το): 
516αρνητής (ο) , ο απαρνητήςαρνηκή (ο): 
517αρνί (το)βάννε (ο): 
518αρνίσιος (ο)βάννιχο (ο): 
519αρνούμαιαρνικούμενε: 
520αρνούμαι , δε δέχομαι , δεν αναγνωρίζωαρνούμενε: 
521άροτρο (το) , αλέτριέρατσε (το): 
522αρούφητος (ο) , χωρίς να έχει ρουφηχτείαρούφητε (ο): 
523αρπάζωαυράχου: 
524αρπάζω , κλέβωκουτζουλέγγου: 
525αρπαχτά (η) , βιαστικάαρπαξίσικα (α): 
526αρραβωνιάζωαρραβωνιάζω: 
527άρραφτος (ο)άσαφτε (ο): 
528αρρωσταίνωαρρωστού: 
529αρρώστια (η)αρρωστζία (α): 
530άρρωστος (ο)άρρωστε (ο): 
531άρρωστος (ο)άστρουτε (ο): 
532αρσενικό βρέφος αβάπτιστο (το)δρακούλι (ο): 
533αρσενικό+βότανο (το)αρσενικοβότανε (το): 
534αρσενικοβότανο (η)σερνικοβότανε (το): 
535αρσενικοθήλυκος (ο) , ερμαφρόδιτοςαρσενικοσήλυκο (ο): 
536αρσενικός (το)σερνικό (το): 
537άρτος (ο) , ψωμίάντε (ο): 
538αρχίζωαρχινίζου: 
539αρχιμηνιά (η)αρχιμηνία (α): 
540αρχιχρονιά (η)αρχιχρονία (α): 
541άρχοντας (ο)άρχοντα (ο): 
542άρχοντας συμπέθερος (ο) , πλούσιος συμπέθεροςαρχοντοσυμπέθερε (ο): 
543αρχοντιά (η)αρχογκία (α): 
544αρχοντικό (το) , σπίτι άρχοντααρχογκικό (το): 
545αρχόντισα (η)αρχόγκισσα (α): 
546αρχοντοξεπεσμένος (ο)αρχοντοξεπευτέ (ο): 
547αρχοντοπούλα (η)αρχοντοπούα (α): 
548αρχοντόπουλο (το)αρχοντόπουλε (το): 
549αρχύτερος (ο) , γρηγορότεροςαρχύτερε (ο): 
550αςάνε: 
551αςάρα: 
552ασάλευτος (ο) , αμετακίνητοςασάλευτε (ο): 
553ασαπούνιστος (ο)ασαπούνιστε (ο): 
554ασαράντιστος (ο) , που δεν έχει σαράντα μέρεςασαράγκιστε (ο): 
555ασβάρνιστος (ο)ασβάρνιστε (ο): 
556άσβηστος (ο)απούντετε (ο): 
557ασβός (ο)άζβο (ο): 
558ασήκωτος (ο)ατάιστε, -ε, -ε (ο): 
559ασημάδευτος (ο)ασημάδευτε (ο): 
560ασημένια πόρπη του επίσημου γυναικείου (η)ασημοζούναρε (το): 
561ασημένιο κουμπί (το)ασημοκούγκι (το): 
562ασημένιος (ο)ασημένιε (ο): 
563ασήμι (το)ασήνι (το): 
564ασημικό (το)ασηνικό (το): 
565ασήμωμα (το)ασήμουμα (το): 
566ασημώνωασημούκου: 
567ασθένεια (η)αστένεια (α): 
568ασθενής (ο)αστενή (ο): 
569ασθένια του λαιμούσκαραντζία (α): 
570ασθένια των πουλερικών (η)κόρυζα (α): 
571ασθενώαστενέγγου: 
572ασιδέρωτος (ο)ασιδέρουτε (ο): 
573ασίτευτος (ο)ασίτευτε (ο): 
574ασκάλιστος (ο)ασκάλιστε (ο): 
575ασκάριστος (ο)ασκάριστε (ο): 
576άσκαφτος (ο)άσκαφτε (ο): 
577ασκέπαστος (ο)απόστσεπο (ο): 
578ασκέπαστος (ο)απούματε (ο): 
579ασκέπαστος (ο)αστσέπαστε (ο): 
580ασκητής (ο)αστσητή (ο): 
581ασκί (το) , τουλούμιακό (ο): 
582ασκόρπιστος (ο)ασκόρκιστε (ο): 
583ασκός (ο) , ασκίασκόπουλε (το): 
584ασκούπιστος (ο)ασάρουτε (ο): 
585ασκούπιστος (ο)άψατε (ο): 
586άσμιχτα (ο)αζίνιχτα: 
587άσμιχτα (ο)αζίνιχτα: 
588άσμιχτος (ο)αζίνιχτε (ο): 
589ασούρωτος (ο)άσητε (ο): 
590ασούρωτος (ο)ασούρουτε (ο): 
591ασπάζομαι ιερό σκεύοςασπασκούμενε: 
592ασπάλαθος (η) , αγκαθωτός θάμνοςαπαλία (α): 
593άσπλαχνος (ο) , σκληρόςάσπλαχνε (ο): 
594ασπριδερός (ο) , ασπρουλιάρικοςλεκούρι (ο): 
595ασπρίζωλεκαρίζου: 
596ασπρόμαυρη κατσίκα (η)λιάρα (α): 
597ασπρόχωμα (το)λεκόχωμα (το): 
598αστανιάριστος (ο) , ο μη εφαρμοσμένοςαστανιάζιστε (ο): 
599αστάρωμα (το) , φοδράρισμααστάρουμα (το): 
600ασταρώνω , φοδράρωασταρούκου: 
601ασταύρωτος (ο)αστάυρουτε (ο): 
602αστείρευτος (ο)αστέρευτε (ο): 
603αστείρευτος (ο) , ανεξάντλητοςασείρευτε (ο): 
604άστειφτος (ο) , αξεζούμιστοςαμούκρουτε (ο): 
605αστενοχώρητος (ο)ασεκλέκιστε (ο): 
606αστενοχώρητος (ο)αστενοχώρευτε (ο): 
607άστερκτος (ο) , δε συμφωνείάστρεχτε (ο): 
608άστητος (ο) , ο μη στημένοςαστάλιστε (ο): 
609αστόλιστος (ο)αστόλιστε (ο): 
610αστοχία (η)αστόχια (α): 
611αστοχώαστοχού: 
612αστράβωτος (ο)αστράβουτε (ο): 
613αστράγαλος (ο)ασάγαλε (ο): 
614αστράγγιστος (ο)αστράντζιχτε (ο): 
615άστραμμα (το)άστραμμα (το): 
616αστραπή (η)αστραπά (α): 
617αστραπόβολο (το)αστραπόβολε (το): 
618αστραποχαλάζι (το)αστραπόχαζε (το): 
619αστράφτωαστράφου: 
620αστρίμωχτος (ο)ασίμουτε (ο): 
621αστρίτης (ο)αστρίτα (ο): 
622άστριφτος (ο)άσουφτε (ο): 
623άστρο (το)άσι (το): 
624άστρο (το)αστέζι (το): 
625αστροπελέκι (το)αστροπελέτσι (το): 
626αστροφεγγιά (η)αστροφεντζία (α): 
627αστροφεγγία (η)στρουφοντζία (α): 
628αστύλωτος (ο)αστύουτε (ο): 
629άστυφτος (ο)άστυφτε (ο): 
630ασυγύριστος (ο)ασυγύζιστε (ο): 
631ασύγχυτος (ο) , αστενοχώρητοςασύχιστε (ο): 
632ασυγχώρητος (ο)ασυχώρετε (ο): 
633ασυδαύλιστος (ο) , η φωτιά χωρίς ξύλαασύκρουτε (ο): 
634ασύμβαστος (ο)ασύβαστε (ο): 
635ασυμφώνητος (ο)ασυμφώνιστε (ο): 
636ασύφταστος (ο) , ανυπόμονος , βιαστικόςασύφταστε (ο): 
637άσφαχτος (ο)άθυτε (ο): 
638άσφιχτος (ο)άσφιχτε (ο): 
639άσχημααχαμνά: 
640άσχημος (ο)άστσημο (ο): 
641άσωστος (ο) , ο λανθασμένοςάσουστε (ο): 
642άσωτος (ο) , σπάταλοςάσωτε (ο): 
643ατάγιστος (ο) , νηστικόςατάγιστε (ο): 
644αταίριαστος (ο) , ασύμφωνοςαταίζαστε (ο): 
645άτακτος (ο) , ακαταστατόςρέμπελε (ο): 
646ατάραχος (ο)ατάραχο (ο): 
647ατάραχτος (ο)ατάρατε (ο): 
648άταφος (ο)ακάκουτε (ο): 
649άταχτος (ο)άταχτε (ο): 
650άτεκνος (ο)άτεκνε (ο): 
651άτεκνος (ο) , χωρίς παιδιάάκλερε (ο): 
652ατέλειωτος (ο)ατέλειουτε (α): 
653ατέντωτος (ο)ατέντουτε (ο): 
654ατζαμής (ο)ατζαμή (ο): 
655ατηγάνιστος (ο)ατεγάνιστε (ο): 
656ατιμία (η) , κακή πράξηακινία (α): 
657άτιμος (ο)άκιμε (ο): 
658ατράβηχτος (ο)ατράβητε (ο): 
659άτριφτος (ο)άτσιφτε (ο): 
660ατρόμητος (ο) , άφοβοςατσέματε (ο): 
661ατρύγητος (ο)ατσύγητε (ο): 
662ατρύπωτος (ο)ατζύπουτε (ο): 
663ατσάκιστος (ο) , άθραυστος , γερόακάτσουτε (ο): 
664ατσαλάκωτος (ο)άζαρουτε (ο): 
665ατσαλώνωατσαλούκου: 
666ατσίμπητος (ο)ατσίγκιστε (ο): 
667ατύλιχτος (ο)ακύλιτε (ο): 
668αυγερινόςαυγερινέ (ο): 
669αυγό (το)αυουγό (το): 
670αυγό της ψείρα (το)κονία (α): 
671αυγουστιάτικο (το)αυγουστιάτικο (το): 
672Αύγουστος (ο)Αύγουστε (ο): 
673αυλάκι (το)ανάτσι (το): 
674αυλάκι (το)αυάτζι (το): 
675αυλακιά (η)ανατσία (α): 
676αυλακιά (η)αυατζία (α): 
677αυλακιάζωαυατσάζου: 
678αυλή (η)αυλή (α): 
679αυλίζωαυλίζου: 
680αυλόγυρος (ο)αυλόγυρε (ο): 
681άυλος (ο) , μικρόσωμος , λεπτόςάυλε (ο): 
682αυλός , φλογέρααυλέ (ο): 
683αυξάνωαυγακίχου: 
684αυξάνωαυξάνου: 
685αϋπνία (η)αϋπνία (α): 
686άυπνος (ο)άυπνε (ο): 
687αύρα , δροσερός αέραςαύρα (α): 
688αύριοασκρία: 
689αύριο το πρωίσύνταχα (α): 
690αυτήένταϊ: 
691αυτή που έχει μεγάλο στόμα (η)τουμαρού (α): 
692αυτό που εξέχειζάκουρε (το): 
693αυτοί που δίνουν (ο)δίντε: 
694αυτόςέντερι: 
695αυτός , που δεν θυμόμαστε το όνομά του , απαυτόςαπόντενη: 
696αυτός με κομμένη ουρά (ο)κοψονούρι (ο): 
697αυτός που δεν έχει πάει (ο)άζατε (ο): 
698αυτός που δεν ιδρώνει , τεμπέλης (μεταφορικά)ανέδρουλε (ο): 
699αυτός που δεν τρέμειατρεμούλιαστε (ο): 
700αυτός που εμπορεύεται μεγάλα ζώαβαλμά (ο): 
701αυτός που έχει μεγάλα μάτιαψιλακάρι (ο): 
702αυτός που έχει μεγάλο στόμα (ο)τουμαρά (ο): 
703αυτός που έχει πάειζατέ (ο): 
704αυτός που υποφέρει από σπασμούςφεαχτουτέ (ο): 
705αυχένας (ο)ακούκικα (ο): 
706αφάγωτος (η)αφάητε (α): 
707αφαιρώ τα ζιζάνια από το σπαρτόβοτανίζου: 
708αφαλίζωασφαλίζου: 
709αφαλός (ο)απαλέ (ο): 
710αφανίζω , καταστρέφωαφανίζου: 
711αφανός (ο) , συγκεντρωμένες αφάνες που τις βάζουν φωτιά την ώρα του “Χριστός Ανέστη”αφανέ ή φανέ (ο): 
712άφαντος (ο) , πολύ γρήγοροςάρατε (ο): 
713άφαντος (ο) , χαμένοςάφαντε (ο): 
714αφέγκηφέγκη: 
715αφέντης (ο) , πατέραςαφέγκη (ο): 
716αφεντιά (η)αφεγκία (α): 
717αφεντικό (το)αφεγκικό (το): 
718άφερτος (ο)άφερτε (ο): 
719αφηγούμαιαφηγούμενε: 
720αφήνωαφήνου: 
721αφήνω , ελευθερώνωτσαφίνου: 
722αφθώδης αρρώστια των ζώων (η)βρωμόστομο (το): 
723αφιέρωμααφιέρουμα (το): 
724αφιερώνωαφιερούκου: 
725αφίλητος (ο)αθίλητε (ο): 
726άφοβος (ο)άφοβο (ο): 
727αφόρετος (ο) , το καινούργιοαφόρεστε (ο): 
728αφορίζωαφοζίζου: 
729αφορισμός (ο)αφοζισμό (ο): 
730αφορμή (η)αφορμά (α): 
731αφορμή φιλονικίας (η)συνέρι (το): 
732αφορμίζω , ερεθίζομαιαφορμίζου: 
733αφόρτωτος (ο) , μη φορτωμένοςαπότσουτε (ο): 
734αφούαφού: 
735αφουγκράζομαιαφιγκραζόμενε: 
736αφούρνιστος (ο)αφούρνιστε (ο): 
737αφούσκωτος (ο)αφούσκουτε (ο): 
738αφράτο μήλοαφρόμαλε (το): 
739αφράτοςαφράτε (ο): 
740αφράτος (ο)αφράκιου (ο): 
741άφραχτος (ο)άφραχτε (ο): 
742αφρίζωαφζίντου: 
743αφρίζωαφρίνδου: 
744αφρόντιστος (ο) , απεριποίητοςατσήβευτε (ο): 
745αφρός (ο)αφρέ (ο): 
746άφρυχτος (ο)άφρυτε (ο): 
747άφτιαχτος (ο)άσαχτε (ο): 
748άφτιαχτος (ο)άφκιαστε (ο): 
749άφτυστος (ο)άφκυστε (ο): 
750αφύλαχτος (ο)αφύατε (ο): 
751αφύσικος (ο)αφύσικο (ο): 
752αφύτευτος (ο)άφτιτε (ο): 
753αφύτρωτος (ο)αθύτρουτε (ο): 
754άφωνος (ο)άφωνε (ο): 
755αφώτιστος (ο)αφούκιστε (ο): 
756αχάιδευτος (ο)αχάιδευτε (ο): 
757αχάιδευτος (ο)αχάιδευτε (ο): 
758αχαιρέτιστος (ο)αχαιρέκιστε (ο): 
759αχάλαστος (ο)άχατε (ο): 
760αχαλίνωτος (ο)αχαλίνουτε (ο): 
761αχαράκωτος (ο)αχαράκουτε (ο): 
762αχαριστία (η)αχαζιστία (α): 
763αχάριστος (ο)αχάζιστε (ο): 
764αχάριστος (ο)αχάζιστε (ο): 
765άχαρος (ο)άχαρε (ο): 
766άχεστος (ο)άχεστε (ο): 
767αχήρευτος (ο)αχήρευτε (ο): 
768αχινός (ο)αχινέ ή αχινέο (ο): 
769αχλαδάκι (το)αχραούνι (το): 
770αχλαδάρα (η)αχραούνα (α): 
771αχλάδι (το)αχρά (α): 
772αχλαδιά (η)αχραΐα (α): 
773αχλαδόφυλλο (το)αχραόφυλλε (το): 
774αχνάρι (το) , ίχνοςαχνάζι (το): 
775αχνίζωαχνίζου: 
776αχνός (ο)αχνέ (ο): 
777αχόλιαστος (ο) , αστεναχώρητοςαχόλιαστε (ο): 
778αχορταγίλα (η) , μη χόρτασμα , λαιμαργίααχονταγία (α): 
779αχόρταστος (η) , λαίμαργοςαχόνταγο (ο): 
780αχρείαστος (ο)αχσείαστε (ο): 
781αχρείος (ο) , άθλιος , ελεεινόςαχρείε, -α, -ε (ο): 
782άχρηστο (το)αποκοψίιδι (το): 
783άχρηστος (ο)άχσηστε (ο): 
784αχρόνιστος (ο)αχρόνιστε (ο): 
785αχτένιστος (ο)αχτένιστε (ο): 
786άχτιστος (ο)άχκιστε (ο): 
787αχτύπητος (ο)αχκιούπητε (ο): 
788αχυράκι (το)αχούζι (το): 
789άχυρο (το)άχουρε (το): 
790άχυρο από βίκο (το)βικοάχουρε (το): 
791αχυροκόφινο (το)αχουροκόθινε (το): 
792αχυρώνας (ο)αχυρζώνα (ο): 
793αχωμάτιστος (ο)αχωμάκιστε (ο): 
794αχώνευτος (ο)αχώνευτε (ο): 
795αχώριστος (ο)αχούξιστε (ο): 
796άψαχτος (ο) , αψηλάφητοςαψάφητε (ο): 
797άψητος (ο)άφτατε (ο): 
798αψηφώ , αμελώ , αδιαφορώαψηφού: 
799άψινθος (ο)ψιθί (το): 
800αψόφητος (ο) , ζωντανόςαψόφητε (ο): 
801άψυχος (ο) , αδύνατοςάψουχο (ο): 
802αψώνιστος (ο)αψώνιστε (ο): 
803Βαγγέλης (ο) , ΕυάγγελοςΒαντζέλη (ο): 
804βάζο (το)βάζε (το): 
805βάζω , τοποθετώ , τακτοποιώβάνου: 
806βάζω στη σειρά , αφηγούμαιαραϊδάζου: 
807βάζω,τοποθετώ μέσα σε ασκίασκοπουλιάζου: 
808βαθαίνωβαθαίνου: 
809βαθιάβαθία: 
810βαθμός (ο)βαθιμό (ο): 
811βάθος (το)βάθι (το): 
812βαθουλός (ο)βαθιουτέ (ο): 
813βάθυνση (η)βάθεμα (το): 
814βαθύς (ο)βαθείε, -εία, ιού (ο): 
815βάλσαμο (το)βάρσαμο (ο): 
816βαλτερός (ο)βαλτερέ (ο): 
817βάλτος (ο)βάλτε (ο): 
818βάλτος (ο)Πελία (α): 
819βαλτότοπος (ο)βαλτότοπο (ο): 
820βαμβάκι (το)μπαμπάτσι (το): 
821βαμβακιά (η)μπαμπατζία (α): 
822βαπόρι (το)παπώρι (το): 
823βάραθον, το βόρειο μέρρος της Παλιόχωρας (το)Δέρεση (α): 
824βάραθρο (το) , καταβόθρακόκιε (ο): 
825βαραίνωβαραίνου: 
826βαρβατίλα (η)βαρβακία (α): 
827βαρβάτος (ο)βαρβάτε (ο): 
828βαρδάσα (η) , κίτρινο δαμάσκηνοσηλίγδα (α): 
829βαρέλα (η)βαγένα (α): 
830βαρετός (ο)βαρετέ (ο): 
831βαριαστημάρα (η)βαροσύνα (α): 
832βαρίδι (το)βαζίδι (το): 
833βαριοέρχεται , βαριοφαίνεται , κακοφαίνεταιβαζοπαζίντα: 
834βαριοκόκαλος (ο)βαζοκόκαλε (ο): 
835βαριόμοιρος (ο) , άτυχοςβαζόμοιρε (ο): 
836βαριοφορτώνωβαζοποτσούνου: 
837βάρκα (η)βάρκα (α): 
838βαρκάδα (η) , όσο φορτίο σηκώνει μία βάρκαβαρκαϊδία (α): 
839βαρκάρης (ο)βαρκάζη (ο): 
840βάροςβάρι (το): 
841βάρος (το)βάρι (το): 
842βαρούτσικος (ο)βαζούσικο (ο): 
843βαρυγκόμι (το) , δυσαρέσκεια , δυσφορίαβαζυγκόνι (το): 
844βαρυστομαχιάζωβαρζυστομαχιάζου: 
845βαρυχειμωνιά (η)βαρυχειμασία (α): 
846βαρυχειμωνιά (η)βαρυχειμωνία (α): 
847βασανίζωβασανίζου: 
848βάσανο (το)βάσανε (το): 
849βασίλεμα (το)βασίλεμα (το): 
850βασιλόπιτα (η)βασιοκολιούρα (α): 
851βασιλοπούλα (η)βασιοπούα (α): 
852βασκαίνω , ματιάζωβατσαίνου: 
853βασκαντήρα (η)βασκαγκήρα (α): 
854Βασκίνα (η)Βαστζίνα (α): 
855βασταγός (ο) , το γαϊδούριβασταγούζι (το): 
856βαστώ , κρατιέμαι , υπομένωβαστάζου: 
857βάτεμα (το) , γκάστρωμαβάτεμα (το): 
858βατεύω , γκαστρώνωβατέγγου: 
859βάτος (ο)αρκόβατε (ο): 
860βάτος (ο)βατσινία (α): 
861βατούμουρο (το)βάτσινε (το): 
862βαφή (η) , το χρώμαβαθή (α): 
863βαφτίζωβαφκίζου: 
864βάφτιση (η)βαφκίσα (α): 
865βάφτιση (η)βάφκιση (α): 
866βάφτισμα (το)βάφκισμα (το): 
867βαφτιστικό του μωρού (το)βαφκισίτσι (το): 
868βάφω , χρωματίζωβάφου: 
869βγάζωμπάνου: 
870βγάζω το ζουμίζουκίχου (α): 
871βγαίνωμπαΐνου: 
872βγαίνω , ανεβαίνω , ανατέλλωαπομπαΐνου: 
873βελάζωβελάζου: 
874βελάζωμπακατζίζου: 
875βελάζω, για πρόβατοβζίντου: 
876βελάνι (το)βέλανε (ο): 
877βελανίδι (το)φαγό (ο): 
878βελανιδιά (η)τσούα (ο): 
879βέλασμα (το)βέασμα (το): 
880βέλασμα προβάτου (το)βζίτσιμο (το): 
881βελουδένιος (ο)βεουδένιε (ο): 
882βελούδινη γυναικεία σκούφια (το)ραξίνι (α): 
883βελούδο (το)βεούδο (το): 
884βελούδο (το) , μεταξωτόκαμουχά (ο): 
885Βενετικό (το) , από την Βενετίαβενέκικο (το): 
886βέργα (η)βίτσα (α): 
887βέργα (η)σάμδα (α): 
888βερυκοκιά (η)καϊσία (α): 
889βήμα (το)απλάρα (α): 
890βήχας (ο)δήχο (ο): 
891βήχωδήχου: 
892βιάζω , πιέζω , αναγκάζωβιάζου: 
893βιαστικάβιαστσικά: 
894βιαστικός (ο)βιαστσικό (ο): 
895βιασύνη (η)ασπούδα (α): 
896βιασύνη (η)βιάση (α): 
897βιασύνη (η)βιάσια (α): 
898βιασύνη (η)βιασύνα (α): 
899βίγλα (η)δίγα (α): 
900βίδωμα (το)βίδουμα (το): 
901βιδώνωβιδούκου: 
902βιδωτό τρυπάνι ξύλου (το)αζίδα (α): 
903βίκος (ο)βίκο (ο): 
904βιολέτα (η)βιολέτα (α): 
905βιολί (το)βιολί (το): 
906βιολιτζής (ο)βιολιτζή (ο): 
907βιος (το) , πλούτοςδίε (το): 
908βιός (το) , πλούτοςβίο (το): 
909βιτριόλι (το)βιτζόλι (το): 
910βλαβερός (ο)βλαβερέ (ο): 
911βλάπτωβλάβου: 
912βλασταρώνωβασταρούκου: 
913βλαστήμια (η)βαστήμνια (α): 
914βλαστημώβαστημού: 
915βλαστός (ο)βαστάρι (το): 
916βλαστός (ο)βαστέ (ο): 
917βλαστός βρούβας (ο)βρουβοβάσταρε (α): 
918βλαφτικός (ο)βλαφτικό (ο): 
919βλάχικο (ο)βάχικο (ο): 
920βλαχόπουλο (το)βαχόπουλε (το): 
921βλάχος (ο)βλάχο (ο): 
922βλάψιμο (το)βλάψιμο (το): 
923βλάψιμο (το) , βλάβηβλάμμα (το): 
924βλέμμα (το)βλέμμα (το): 
925βλέπομαιορούμενε: 
926βλέπω , ορώορού: 
927βλέπω , παρακολουθώ , επιτηρώδιγλίζου: 
928βλέπω θαμπάθαμπίζου: 
929βλήμα (το)βόλι (το): 
930βοδάμαξα (η)αραμπά (ο): 
931βόδι (το)βου (το): 
932βόδι που τα κέρατά του κοιτάνε προς τα εμπρόςμπροστοτζέρι (ο): 
933βοδινός (ο)βουϊνέ (ο): 
934βολβός (ο)βορβό (ο): 
935βολεύει , ικανοποιείβοούντα: 
936βόλι (το) , σφαίραμπαλαρμά (ο): 
937βολικός (ο)βολικό (ο): 
938βοριάς (ο)βορία (ο): 
939βορινό μέρος (το)βορινέ (ο): 
940βοσκός (ο)βουκόλε (ο): 
941βοσκός (ο)νεμά (ο): 
942βοσκός (ο)νομήα (ο): 
943βοσκός καλογερικών ζώων (ο)καογερονομήα (ο): 
944βόσκω τα ζώανέμου: 
945βότανο (το)βοτάνι (το): 
946βουβαίνωβουβαίνου: 
947βουβαμάρα (η) , σιωπήβουβαμάγρα (α): 
948βουβός (ο) , άφωνος , μουγγόςβουβό (ο): 
949βουίζω , δημιουργώ βοηβουίζου: 
950βούιξαεβοΐα: 
951βουλεύομαιβουλεγγούμενε: 
952βουλευτής (ο)βουλευκή (ο): 
953βουλιάζωβουλιάζου: 
954βούλιαξαεβουλιά: 
955βουλιμία (η)λίμα (α): 
956βουνό (το) , όρος , ακρωτήρισίνα (ο): 
957βούρκος (ο)βούρκο (ο): 
958βουρτσιά (η) , καθάρισμα με βούρτσαβουρτσία (α): 
959βουρτσίζωφουρτσίζου: 
960βούρτσισμα (το)φούρτσισμα (το): 
961βουτηγμένος (ο)βουκιστέ ή βουκιαστέ (ο): 
962βουτιά (η)βουτία (α): 
963βούτιξαεβουκιά: 
964βούτυρο (το)βούκιουρε (το): 
965βουτώβουκιάζου: 
966βραγιά (η)πρασία (α): 
967βραδιάζειαψηφούκουντά ένι: 
968βραδιάζει , νυχτώνειαργαούκου: 
969βραδινός (ο)αργακινέ (ο): 
970βράζωβράζου : 
971βρακί (το)βρατζί (το): 
972βρακοθηλία (η)βρακοθελία (α): 
973βρακόσκοινο (το)βρακόδεμα (το): 
974βράχηκαεβρέμα: 
975βραχιόλι (το)βραχιόλι (το): 
976βραχνιάζωβραχνιάζου: 
977βραχνός, ή, ό (ο)βραχνέ, -ά, -έ (ο): 
978βράχος (ο)βράχο (ο): 
979βρεγμένος (ο)βρετέ (ο): 
980βρέφος (το) , μωρόνήκι (το): 
981βρέχωβρέχου: 
982βρήκαερέκα: 
983βρίζωβζίζου: 
984βρίζωβρίζου: 
985βρικόλακας (ο)βουρκόακα (ο): 
986βρισιά (η)βζισία (α): 
987βρισιά (η)βρισία (α): 
988βρίσκωερέχου: 
989βρίσκωερίκου: 
990βρόμα (η)βρόμα (α): 
991βρομίζωβρονίζου: 
992βροντή (η)βροντά (α): 
993βρούβα (η)βρούβα (α): 
994βροχή (η)βρέχο (ο): 
995βροχή (η)βροχή (α): 
996βρόχι (το) , δίχτυβρόχι (το): 
997βροχότερος (ο)βροχότσαιρε (ο): 
998βρύση (η)βζύση (α): 
999βρύση (η) , πηγήβρύση (α): 
1000βρώμα (η) , ακαθαρισίαθύε (α): 
1001βρώμικη δουλειά (η)βρωμοδουλεία (α): 
1002βρωμολογώ (η)βρωμογού: 
1003βρωμώβρωμού: 
1004βρωμώζυρογού: 
1005βυζαίνωβυζαίνου: 
1006βυζαίνωμουνδού: 
1007βυθίζομαιβυθίζου: 
1008βυθίζωβουκίζου: 
1009βύθιση (η)βούλιαγμα (το): 
1010βυθός (ο)βυθέ (ο): 
1011βυσσινιά (η)βυσσινία (α): 
1012βύσσινο (το)βύσσινε (το): 
1013βώλος (ο)ζβώλε (ο): 
1014γαβάθα (η)καβάθα (α): 
1015γαβάθι (το)καβάθι (το): 
1016γάζωμα (το)γάζουμα (το): 
1017γαζώνωγαζούκου: 
1018γάϊδαρος (ο)όνε (ο): 
1019γαϊδουράγκαθο (το)γαϊδουρόκουλε (ο): 
1020γαϊδουρινός (ο)γαϊδουρινέ (ο): 
1021γάλα (το)γα (το): 
1022γαληνεύωγαληνέγγου: 
1023γαλήνη (η)γάλεμα (το): 
1024γαμπριάτικο (το)γαμπζάτσιχο (ο): 
1025γαμπριάτικος (η)γαμπζικό (α): 
1026γαμπρός (ο)γαμπρέ (ο): 
1027γανώνω , κασσιτερώνωγανούκου: 
1028γανωτής (ο)γανώση (ο): 
1029γαρίφαλο (το)γαρούφα (το): 
1030γατάκι (το)κατζούλι (το): 
1031γαυγίζωκαούνδου: 
1032γδέρνωνδείρου: 
1033γείτονας (ο)γείτονα (ο): 
1034γειτόνισσα (η)γειτόνισσα (α): 
1035γελασμένος (ο)γιαστέ (ο): 
1036γελώ , απατώγεού: 
1037γεμάτο ως τις απουζάνες (το)απουζανάτσικο (το): 
1038γεμάτος (ο)γιομάτε (ο): 
1039γεμίζωγιομίνου: 
1040γέμιση (η)γιόμισι (ο): 
1041γενεά (η) , συγγένειαγενία (α): 
1042γένεια (το)γένεια (το): 
1043γέννα (η) , τοκετόςγέννα (α): 
1044γεννώγεννού: 
1045γερανός (ο)γερανέ (ο): 
1046γέρνω , κλίνωβαΐζου: 
1047γεροκόμος (ο) , που περιποιείται γέρουςγεροκόμο (ο): 
1048γερός (ο)έντουρε (ο): 
1049γέρος (ο)γέρου (ο): 
1050γερός (ο) , στερεόςβασταγερέ (ο): 
1051γερός (ο) , υγιήςγερέ (ο): 
1052γεύομαιγεγγούμενε: 
1053γεύση (η)γέψι (α): 
1054γέφυρα (η)γιοθύρι (το): 
1055γεφύρι (η)δοχύρι (το): 
1056γεφύρι (το)γεφύρι (το): 
1057Γεωργία (η) , η γυναίκα του ΓιώργουΓεωργού (α): 
1058γεωργός (ο)γεωργό (ο): 
1059Γεωργούλα (η)Γεωργούα (α): 
1060γη (η)γη (α): 
1061γηράσκωγερού: 
1062γηρατειάγερακεία: 
1063γηροκομείο (το)γεροκονείε (το): 
1064για ζώα που ενοχλούνται από έντομαβοτσίου: 
1065γιαγιά (η)μαμμού (α): 
1066γιαλίζωγιαλίζου: 
1067γιαούρτι (το)γεργούκι (το): 
1068γιατίγιατσί: 
1069γιατρεύωγιατρέγγου: 
1070γιατριά (η) , θεραπείαγιατρεία (α): 
1071γίδα (η)αίγα και αιγίδα (α): 
1072γίνομαιγινούμενε: 
1073γίνομαιναθού: 
1074γίνομαιναχούμενε: 
1075γίνομαι αρσενικός(για φυτά)αρσενικούκου: 
1076γίνομαι άρχονταςαρχοντέγγου: 
1077γίνομαι κακόςκουνέγγου: 
1078γίνομαι λόγκος , γεμίζω με χαμόκλαδαογκουκούμενε: 
1079γίνομαι πράοςπραγαλιάζου: 
1080γινωμένος (ο) , ώριμοςνατέ (ο): 
1081γιορτάζωγιορτάζου: 
1082γιορτή (η)γιορτά (α): 
1083γιορτή του Ευαγγελισμού (η)Βαγγελισμού: 
1084γιός (ο)υζέ (ο): 
1085γκαβός (ο) , αλλοίθωροςγκαβό (ο): 
1086γκαρίζωαγκαρίζου: 
1087γκάρισμα του γαϊδάρου (ο)αγκαριστέ (ο): 
1088γκαστρώνωαποκαλούκου: 
1089γκαστρώνωαποκαούκου: 
1090γκρεμίζωγκρενίχου: 
1091γκρέμισμα (το)βροντάιμα (το): 
1092γκρεμός (ο)εγκρεμνέ (ο): 
1093γκρινιάζω , μουρμουρίζω , μαλώνωγκρυνιάζου: 
1094γλείφωλείχου: 
1095γλιστερή κατηφόρα (η)λιουτσαντρία (α): 
1096γλίστρισαελιουτσάγκα: 
1097Γλιστρώ από κάτι γυαλιστερόαπογλειφαδούκου: 
1098γλυκερός (ο)γλυτζερέ (ο): 
1099γλυτώνω , απαλλάσσω , σώζωγλυτούκου: 
1100γλυφός (ο)γλυφό (ο): 
1101γλώσσα (η)γρούσσα (α): 
1102γνέθω , νήθωνέσου: 
1103γνέσιμο (το)νέσιμο (το): 
1104γνώμη (η)γνώνη (α): 
1105γνωρίζωνοιρίζου: 
1106γνώση (η)γνώσι (α): 
1107γογγύλι (το)γογγύλι (το): 
1108γομάρι (το)γουμάρι (το): 
1109γόνατο (το)γούνα (το): 
1110γονιός (ο) , ο πατέραςγονήα (ο): 
1111γοργάγουργά: 
1112γουλιά (η)γουλία (α): 
1113γούνα (η)γούνα (α): 
1114γουργουρίζωγουργουρίζου: 
1115γούρνα (η)γούρνα (α): 
1116γουρουνάκι (το)κοσκούνι (το): 
1117γουρούνι (το)χιουρί (το): 
1118γοφός (ο)εγγοφό (ο): 
1119γράμμα (το)γράμμα (το): 
1120γραμματική (η)γραμμακιτζή (α): 
1121γραφή (η)γραθή (α): 
1122γράφωγράφου: 
1123γρήγοραογλήγορα: 
1124γριά (η)γρήα (α): 
1125γροθιά (η)γροτία (α): 
1126γρόνθος (ο) , χούφταγρότε (ο): 
1127γρυλλιζωκουίζου: 
1128γυαλί (το)γυαλί (το): 
1129γυμνός (ο)άρκανε (ο): 
1130γυμνός (ο)γυμνέ, ά, έ (ο): 
1131γυμνοσάλιαγκας (ο)βείλε (ο): 
1132γυμνοσάλιαγκος (ο)δείλε (ο): 
1133γυμνώνωγυμνούκου: 
1134γυναίκα (η)γουναίκα (α): 
1135γυναίκα με φρύδια σαν γαϊτανι (η)γαϊτανοφσύδα (α): 
1136γυναίκα σπάταλος (η)ξεδρεμελιουρώ (α): 
1137γυναίκα χονδροειδεστάτη και αποτομη (η)δρογγάρα (α): 
1138γυρίζωγιουρίζου: 
1139γύρος (ο)γιούρε (ο): 
1140γύρος της σήτας (ο) , κρισάραβεζία (α): 
1141γύψος (ο)γύψε (ο): 
1142γωνιά (η)γωνία (α): 
1143γωνία (η)αγκωνή (α): 
1144δάγκαμα (το)κάτσιμα (το): 
1145δαγκώνω , μασάω , τρώωκατσίνου: 
1146δάγκωσαεκατσήκα: 
1147δαδί (το)δαδί (το): 
1148δαδί (το)ιδαϊδι (το): 
1149δάκρυ (το)δάκρυ (το): 
1150δακρύζωδακρύζου: 
1151δάκτυλο (το)δάτυλε (ο): 
1152δαμασκηνιά (η)δαμασκουλία (α): 
1153δαμάσκηνο (το)δαμάσκουλε (το): 
1154δανείζωδανείνδου: 
1155δαρμένος (ο)ροκοδαρτέ,-ά,-έ (ο): 
1156δαρμένος (ο) , χτυπημένοςδαρτέ (ο): 
1157δάσκαλος (ο)δάσκαλε (ο): 
1158δάσος (το)δάσι (το): 
1159δασωμένος (ο)δασουτέ (ο): 
1160δάφνη (η)αφρία (α): 
1161δάφνη (η)λαφρία (α): 
1162δαφνοκούκουτσο (το)δαφνοελία (α): 
1163δαχτυλήθρα (η)δαχκυλήθρα (α): 
1164δαχτυλίδι (το)δακυλίδι (το): 
1165δαχτυλίδι των αρραβώνων (το)βεργέτα (α): 
1166δειλιάζωδειλιάζου: 
1167δειλινό (το)δειλινέ (το): 
1168δειλός (ο)δειλέ (ο): 
1169δείπνος (ο)δείπινε (ο): 
1170δειπνώδειπινού: 
1171δείχνωδενάχου: 
1172δεκανίκι (το)δοκανίτζι (το): 
1173δεκαριά (η)δεκαρία (α): 
1174δεκατίζωδεκακίζου: 
1175Δεκέμβριος (ο)δετζέμπρι (ο): 
1176δέμα (το)δέμα (το): 
1177δεμάτι (το)δεμάκι (το): 
1178δενώ: 
1179δεν είμαιωμ =ώνι: 
1180δεν είναιούνι: 
1181δεν έχω χρήματα , ασήμωτοςασήμουτε (ο): 
1182δεν ήσανούγκι: 
1183δεν ξεκουράστηκεαστάλιαστε (ο): 
1184δενδρογαλιά (η)δενδρογαλία (α): 
1185δέντρο (το)δεντζικό (το): 
1186δέντρο γάβρος (το)γάβρε (ο): 
1187δεντρομολόχα (η)δενδρομόχα (α): 
1188δένωδεΐνου: 
1189δεξιάδεξιά: 
1190δέρμα βοδιού (το)βουϊοπέτσι (το): 
1191δέρνομαι , κτυπιέμαισαϊχούμενε: 
1192δέρνωσαΐχου: 
1193δέρνω , χτυπώδέρου: 
1194Δέσποινα (η) , ΠαναγίαΔέσποινα (α): 
1195δεσπότης (ο)δεσπόκη (ο): 
1196δευτέρα (η)δεύτερα (α): 
1197δεύτερος (ο)δεύτερε (ο): 
1198δέχομαιδεχούμενε: 
1199δήθεντάχα: 
1200Δήμητρα (η)Δηνητρού (α): 
1201Δημήτρης (ο)Δηνήτρη (ο): 
1202διαγια: 
1203διαβάζω , αναγινώσκωζβαΐχου: 
1204διάβασαεβζαΐα: 
1205διάβαση (η)γιάβα (το): 
1206διάβαση (η)διάβα (το): 
1207διαβασμένος (ο) , μορφωμένοςζβαϊστέ (ο): 
1208διαβάτης (ο)γιαβάτα (ο): 
1209διαβολιά (η) , ζαβολιάδιαβολία (α): 
1210διάβολος (ο)διάβολε (ο): 
1211διάζομαιασσούμενε: 
1212διάθεση (η)διάθεση (α): 
1213διαθήκη (η)διαθήτζη (α): 
1214διαιρώδιαιρού: 
1215διάκονος (ο)διάκο (ο): 
1216διακρανίζωδιακριανίζου: 
1217διακρίνωδιακρίνου: 
1218διάκριση (η)διάκριση (α): 
1219διαλαλώδιαού: 
1220διαλέγωζαλέχου: 
1221διάλεξαεζαλέα: 
1222διαμαντένιος (ο)γιαμαντένιε (ο): 
1223διαμάντι (το)γιαμάγκι (το): 
1224διαμοιράζωδιαμεράχου: 
1225διαπόμπευση (η)πογκή (α): 
1226διαπραγματεύομαιπροξενέγγου: 
1227διαρρέω , τρέχωπρέου: 
1228διάρροια (η)διάροια (α): 
1229διάρροια (η) , τίληματσίρλα (α): 
1230διασκεδάζω , το ρίχνω έξωξεδουκούμενε: 
1231διάστρα (η) , το μέρος όπου διαζόμαστε το στημόνι για την ύφανσηασσίσα (α): 
1232διαστρέφωδιαστρέφου: 
1233διαταγή (η)διαταγή (α): 
1234διατάζωδιατάσσου: 
1235διαφεντεύωαφεντέγγου: 
1236διαφεντεύωδιαφεντέγγου: 
1237διαφορετικός (ο)διαφορετικό (ο): 
1238διαφορετικός (ο) , καλύτεροςάτερε (ο): 
1239δίδυμαζυμαρικά: 
1240Διήγημααφήγημα (το): 
1241διηγούμαιδιηγικούμενε: 
1242διηθώ , διυλίζω , σουρώνωασού: 
1243δίκαιος (ο)δίτζαιε (ο): 
1244δικαιώνωδιτζαιούκου: 
1245δικέλι (το)δικέλι (το): 
1246δικός (ο)δικό (ο): 
1247δικράνι (το)διακριάνι (το): 
1248δίνωδίου: 
1249διορθώνωδιορθούκου: 
1250διορίζωδιορίζου: 
1251διόσμος (ο)ηδυάσμο (ο): 
1252δίπλαδίπα: 
1253δίπλα (η) , τσακώνικο γλυκόδίπα (α): 
1254διπλούς κόπανος (η)δικοπάνα (α): 
1255διπλώνωδιπρούκου: 
1256δισέγγονος (το)διγγόνι (το): 
1257δίσκος (ο)δίσκο (ο): 
1258διστάζωδιστάζου: 
1259διχόνοια (η)διχόνοια (α): 
1260δίχτυ (το)δίχτυ (το): 
1261δίχτυ της αράχνης (το)αραχνία (α): 
1262δίχωςδίχως: 
1263δίψα (η)δίψα (α): 
1264διψώδιψού: 
1265διψώ φοβεράπασπαλίου: 
1266διωρία (η)διωρία (α): 
1267διώχνωμπλέγγου: 
1268διώχνω ζώα , προγκάωπροντζίχου: 
1269δόκανο (το)δόκανε (το): 
1270δοκάρι (το)δοκάρι (το): 
1271δοκιμάζωδοτζιμάζου: 
1272δοκιμή (η)δοτζινή (α): 
1273δολιεύομαι , σκέφτομαι πονηρά, δόλιαδολιεγγούμενε: 
1274δόλιος (ο)δόλιε (ο): 
1275δόλος (ο)δόλε (ο): 
1276δόντι (το)όντα (ο): 
1277δόξα (η)δόξα (α): 
1278δοξάζωδοξάζου: 
1279δοξάρι (το)δοξάρι (το): 
1280δόση (η)δόση (α): 
1281δουλειά (η)δουλεία (α): 
1282δουλευτής (ο)δουλευκή (ο): 
1283δουλεύτρα (η)δουλεύτρα (α): 
1284δουλεύωδουλέγγου: 
1285δράκος (ο)δράκο (ο): 
1286δρασκελιά (η)αδρατζελία (α): 
1287δρεπάνι (το)δραπάνι (το): 
1288δρεπάνι (το)ξαλί (το): 
1289δρόμος (η)πορεία (α): 
1290δρόμος με στροφές (η) , στροφέςαναγανία (α): 
1291δροσερός (ο)βασερέ (ο): 
1292δροσερός (ο)δροσερέ (ο): 
1293δροσιά (η)δροσιά (α): 
1294δροσιζωδροσίζου (α): 
1295δύναμη (η)δένανη (α): 
1296δυναμώνωδεναμούχου: 
1297δυναμώνω , αυξάνομαισυδούκου και συδίου: 
1298δυνατή πορδή (η)πούνδακα (ο): 
1299δυνατός (ο) , ισχυρόςδενατέ, ά, έ (ο): 
1300δυνατός κρότος (ο)βρόντε (ο): 
1301δύοδύου ή δυ΄: 
1302δυόσμος (ο)δυάσμο (ο): 
1303δυσαρεστούμαιβαζυγκονίζου: 
1304δύσβατος (ο)δύσβατε (ο): 
1305δυσεντερία (η)λυσεντερία (α): 
1306δύση (η)δύση (α): 
1307δύση του ηλίου (η)κάγγιουμα (το): 
1308δυσκινησία (η)νώθα (α): 
1309δυσκολεύωδυσκολέγγου: 
1310δυσκολία (η)δυσκολία (α): 
1311δύσκολος (ο)δύσκολε (ο): 
1312δυστυχής (ο)δύστυχο (ο): 
1313δυστυχής (ο) , έρημοςάραχνε (ο): 
1314δυστυχία (η)δυστυχία (α): 
1315δυστυχισμένος (ο)δυστυχιστέ (ο): 
1316δυστυχώδυστυχού: 
1317δύωδύου (α): 
1318δώδεκαδώδεκα: 
1319δωρεά (η)δωρά (α): 
1320δώσωδου: 
1321εάναν: 
1322εαυτόςεαυτέ (ο): 
1323έβαλαεβαλήκα: 
1324έβαψαεβάβα: 
1325έβγαλαεμπαλήκα: 
1326εβδομάδα (η)εβδιμά (α): 
1327εβδομήνταεβδομήντα: 
1328έβδομος (ο)έφτατε (ο): 
1329έβρασαεβρά: 
1330έβρεξαεβρέα: 
1331έβρισαεβρία: 
1332εγγονή (η)έγγονε (α): 
1333εγγόνι (το)εγγόνι (το): 
1334εγγονος (ο)έγγονε (ο): 
1335εγγυητής (ο)εγγυητή (ο): 
1336εγγυητής (ο)νδζουκή (ο): 
1337εγγυώμαιεγγυϊκούμενε: 
1338εγγυώμαινδζουκούμενε: 
1339έγειναενάμα: 
1340έγινα καλά (το)εγιάγκα: 
1341εγκαινιάζωεγκαινιάζου: 
1342εγκάρδιο ξύλο του εργαλειού (το)γκαρδιόκαλε (το): 
1343εγκαταλειμμένος , αφημένοςαφητέ, -ά, -έ (ο): 
1344εγκαταλελειμένος (ο)έρμο (ο): 
1345έγκυος (η)απόκαλε (α): 
1346έγλειψαελεία: 
1347έγνεσαενέκα: 
1348εγνώρισαενοιρία: 
1349εγώεζού: 
1350έδειξα (η)εδενά: 
1351έδειραεδάρκα: 
1352έδειραεσαΐα: 
1353έδυσαεδούκα: 
1354εδώωγί: 
1355έδωσαεδούκα: 
1356έζεψαεζεύα: 
1357έζησαεζήκα: 
1358έθρεψαεσέβα: 
1359είδαεοράκα: 
1360είδος αχλαδιού (το)βουκιουραχρά (α): 
1361είδος βιολιού (το)λύρα (α): 
1362είδος ελιάςλειανομάνακο (το): 
1363είδος ελιάς (η)μυρολία (α): 
1364είδος κλήματος (το)φτατζούλι (το): 
1365είδος κρασιού (το) , κρασί από τα σταμφύλιαστροφυλιά (α): 
1366είδος μασσιάς (η)κλειδοκόπανε (ο): 
1367είδος μεγαλόσωμης ακρίδας που ζει μοναχικά (το)βρούχο (ο): 
1368είδος μικρόυ βλίτου (το)ονόβλιτε (το): 
1369είδος πυκνής ραφής (το)γαζί (το): 
1370είδος σκουληκιούπέτακα (ο): 
1371είδος φυτού (το)μέλεγος (ο): 
1372είδος φυτού , (η) , βότανο για ζώασκάρθη (α): 
1373είδος φυτού του Πάρνωνα (η)χαμωλία (α): 
1374είδος χόρτου (το)κοκαλία (α): 
1375είδωλο (το)είδουλε (το): 
1376είθε , μακάριάμποτε: 
1377εικόνισμα (το)εικόνα (α): 
1378εικοσαριά (η)εικοσαρία (α): 
1379είμαιένι: 
1380είμαι μακριά , απουσιάζωλειπέγγου: 
1381είμεθαέμε: 
1382είναιένι: 
1383είναιίνι: 
1384είπαεπέκα: 
1385Ειρήνη (η)Ερήνη: 
1386ειςσε: 
1387εις το έπακρον , στα άκραάπακρε: 
1388είσαιέσσι: 
1389είσαστεέταϊ: 
1390είστεέτε (το): 
1391έκαμα να χολιάσηεχολιακούκα: 
1392έκαναεμποίκα: 
1393έκαψαεδάκα: 
1394εκδίκηση (η)εγδίκησι (α): 
1395εκδικητής (ο)εγδιτζηκή (ο): 
1396εκδικούμαιεγδικούμενε: 
1397εκείοπά: 
1398εκεί , εκεί δαόρπα: 
1399εκεί πέραπαπέρε: 
1400εκείνοέκεινι: 
1401εκείνοςετήνε: 
1402εκείνοςέτηνερί: 
1403εκείνος ναετηνερορή: 
1404έκλαψαεβάκα: 
1405έκλεψαεκρέβα: 
1406εκόπιασαεκοκιά: 
1407εκούνησαεσαλήκα: 
1408εκουρκούμιασαετσουτσουράκα: 
1409εκπίπτω , ξεπέφτωξεπέφου: 
1410εκποιώ , ξεκάμνω , ξεπουλώξεποίου: 
1411έκτισαεχκία: 
1412έκτοςέξατε: 
1413εκτυλίσσω , ξετυλίγωξεκυλίγου: 
1414έλαέα: 
1415ελαιοτριβείον (το)λιητριδείε (το): 
1416ελαιόφυλλο (το)λιόφυο (το): 
1417έλατο (το)έατε (ο): 
1418ελάττωμα (το)ψεγάδι (το): 
1419ελάφι (το)έαφο (α): 
1420ελαφρός αέρας (ο)αέρι (το): 
1421ελαφρύνωαφραίνου: 
1422ελαφρύς (ο)αφρέ, -ά, έ (ο): 
1423ελάφρωμα (το)άφρουμα (το): 
1424ελάχιστο (το) , το παραμικρόασπρού (το): 
1425ελεημοσύνη (η)ελεημοσύνα (α): 
1426Ελένη (η)Λένη (α): 
1427ελευθερία (η)ελευτερία (α): 
1428ελεύθερος (ο)ελεύτερε (ο): 
1429ελευθερώνωελευτερούκου: 
1430ελεύκαναεχαλαίγκα: 
1431ελεώελεού: 
1432έλθωμόλου: 
1433ελιά (η)ελία (α): 
1434ελιά (η)μανάκι (το): 
1435έλιασα , άπλωσα στον ήλιοελιά: 
1436έλιωσαελιούκα: 
1437έλλειψη (η)έλλειψη (α): 
1438ελλιπής (ο) , λειψανέβατοςλειψέ (α): 
1439ελπίδα (η)ελπίδα (α): 
1440ελπίζωελπίζου: 
1441ελπίζωολπίζω: 
1442έλυσαελύκα: 
1443εμάτιασαεψιλία: 
1444εμείςεμούνανε: 
1445εμείςενεί: 
1446εμέναενίου: 
1447εμετός (ο)τσίμημα (το): 
1448εμπάζω , βάζω κάποιον μέσαμπαΐχου: 
1449εμπαιγμός (το) , κοροϊδίαανάμπαισμα (το): 
1450έμπλαστρο (το)μπάστρι (το): 
1451εμποδίζω , καθυστερώαλλικογκίζου: 
1452εμπόδιο (το)εμπόδιε (το): 
1453εμπόδιο (το) , αντιστάτηςαγκιβάτα (ο): 
1454εμπόδιο (το) , η καθυστέρησηαλλικόγκι (το): 
1455εμύρισαενυρία: 
1456ενάντιος (ο)ενάντιε (ο): 
1457ενάρετος (ο)ενάρετε (ο): 
1458ένδυμα (το)όγγιουμα (το): 
1459ενθύμημα (το)θύνημα (το): 
1460ενθυμίζωθυνίχου: 
1461εννέα (το)ενία (το): 
1462εννιάμεραεννιάϊμερα: 
1463έννοια (η)έννοια (α): 
1464εννοώ , καταλαβαίνωνοιούκου: 
1465ενοικιάζωνοιτζιάζου: 
1466ενοίκιο (το) , νοίκινοίτζι (το): 
1467ενόχληση (η)ενόχλησι (α): 
1468ενόχληση (η)όχλησι (α): 
1469εντολή (η)εντολή (α): 
1470έντομο με έντονα δυσάρεστη μυρουδιά (το)βρωμούσα (α): 
1471έντονη βροχή (η)ριπάδι (το): 
1472εντόσθιαέγκατα: 
1473εντόσθιαεντόσθια: 
1474ενώνωενούκου: 
1475ένωση (η)ένωση (α): 
1476εξαγοράζωεξαγοράνου: 
1477εξαγοράζωξαγοράνου: 
1478εξαίρετος (ο)εξαίρετε (ο): 
1479εξαλείφωεξαλείφου: 
1480εξάμβλωσα , έκανα έκτρωσηετσαμπρούκα: 
1481έξαναετσάγκα: 
1482εξαπολύωξαποού: 
1483εξαπτέρυγο (το)ξεφτέρι (το): 
1484εξάρτημα του αργαλιούαγκί (το): 
1485εξαφανίζω , βγάζω τελείωςαπομπάνου: 
1486εξαφανίζω , κρύβωαπομπάνου: 
1487έξαψη (η)έξαψι (α): 
1488έξαψη (η) , καούρα στο στομάχιέγκαψι (α): 
1489εξέκρουσα , εκτίναξαετσικρούκα: 
1490εξεμώ,ξερνάω , εμώ , ξερνώτσιμού: 
1491εξετάζωεξετάζου: 
1492εξέταση (η)εξέταση (α): 
1493εξεφλούδισαελέβα: 
1494εξήγηση (η)εξήγηση (α): 
1495εξηγώεξηγού: 
1496εξημερώνωημερέγγου: 
1497έξιέξε: 
1498εξίμησι (η)εξέμισε: 
1499έξοδα της ταφήςθανακίτζια: 
1500εξοδευτής (ο)ξοδευκή (ο): 
1501έξοδο (το)έξοδε (το): 
1502εξολοθρεύωξολοθρέγγου: 
1503εξοπλισμός (ο) , αρματωσιάαρμάτουμα (το): 
1504εξοπλισμός (ο) , αρματωσιάαρματουσία (α): 
1505εξορία (η)εξορία (α): 
1506εξορίζωεξορίζου: 
1507εξουσία (η)εξουσία (α): 
1508εξουσιάζωεξουσιάζου: 
1509εξυγιαίνω , αναρρώνωξεγιερέγγου: 
1510έξυπνος (ο)έξυπνε (ο): 
1511έξυπνος (ο)νοητέ -ά -έ (ο): 
1512έξυσαετσούκα: 
1513έξωτάτσου: 
1514έξω τοίχος (ο)ξώτοιχο (ο): 
1515εξώστης (ο)ξώστη (ο): 
1516εξωτικό (το)ξωκικό (το): 
1517έπαινος (ο)έπαινε (ο): 
1518επαινώεπαινού: 
1519επαινώπαινέγγου: 
1520έπαιξαεπαιζάκα: 
1521επειδήεπειδή: 
1522έπειτα , ύστερα , επομένωςαπέ: 
1523έπεσαετσιτά: 
1524έπηξαεπά: 
1525επιδέξιοςεπιδέξιε: 
1526επιδερμίδα (η) , τσίπα , ντροπή (μεταφορικά)τζέπα (α): 
1527επιζώντας (ο)αποδέλοιπε (ο): 
1528επιθυμία (η)επιθυμία (α): 
1529επιθυμώ (η)επιθυμού (α): 
1530επικρατώ , βασιλεύωβασιλέγγου: 
1531επιμέλεια (η)επιμέλεια (α): 
1532επιμελούμαιεπιμελικούμενε (α): 
1533επιούσιος (ο)επιούσιε (ο): 
1534επιπόλαιος (ο)αστσέφτε (ο): 
1535επισημαίνω , σημαδεύωσημαδέγγου: 
1536επιστάτης (ο)επιστάτα (ο): 
1537επιστάτης (ο)παραστάτα (ο): 
1538επιστολή (η)επιστολή (α): 
1539επιτήδειος (ο) , επιδέξιοςεπιτήδειε (ο): 
1540επίτηδεςξάργου: 
1541επιτηδεύομαι (ο)επιτηδεγγούμενε: 
1542επιτήδιος κλέπτης (ο)κουτζουλέκη (ο): 
1543επίτροπος εκκλησίας (ο)επίτροπο (ο): 
1544επιτυγχάνωεπιτυχαίνου: 
1545επιφώνημα λύπης σε μοιρολόγιαουνούβου: 
1546έπλασαεπρά: 
1547έπλυναεκρία: 
1548έπνιξαεπρία: 
1549επτά (το)εφτά (το): 
1550έπτυσαεφκύα: 
1551εραστής (ο) , ερωμένοςκαύκο (ο): 
1552εργάζομαι , δουλεύωεργασκούμενε: 
1553εργασία (η)εργασία (α): 
1554εργαστήρι (το)εργαστζήρι (το): 
1555εργάτης (ο)εργάτα (ο): 
1556εργατικός (ο)καματερέ (ο): 
1557ερημιά (η)ερηνία (α): 
1558έρημος (η)έρημο (α): 
1559ερημώνωερημούκου: 
1560έριξαεξερία: 
1561ερμηνεύω , οδηγώ , συμβουλεύωοργηνέγγου: 
1562έρπης των χειλιών (ο)φάγουσα (α): 
1563έρραψαεσάβα: 
1564έρχομαιεμπαρίου=ένι παρίου: 
1565έρωτας (ο)έρωτα (ο): 
1566ερώτημα (το)ρώκημα (το): 
1567ερώτηση (η)ερώκηση (α): 
1568ερωτώρωτού: 
1569εσάςνιούμου: 
1570εσείςεμού: 
1571εσέναετίου: 
1572έσκασαεκρά: 
1573έσμιξαεζινία: 
1574εσοδεύωσοδέγγου: 
1575έσπασα το πόδι μουεκατσοποΐα: 
1576εσπερινός (ο)επερινέ (ο): 
1577εσπερινός-η-ο (ο) , χθεσινόςπερινέ-α-ε (ο): 
1578έστριψαεσούβα: 
1579εσύεκιού: 
1580έσυραεσούγκα: 
1581έσφαξαεθύκα: 
1582εταίριασαεταιρά: 
1583έταξαετάμα: 
1584ετίμησαεκιμάκα: 
1585ετίναξαεκρούκα: 
1586ετοιμάζωετοιμάζου: 
1587ετοιμασία (η)ετοιμασία (α): 
1588έτοιμος (ο)έτοιμο (ο): 
1589έτρεμαετσεμάκα: 
1590έτρεξαετσαχίκα: 
1591έτριξαετρία: 
1592έτριψαετσίβα: 
1593ετρύγησαετσυγήκα: 
1594έτσιέτρου: 
1595ευαγγέλιο (το)βαντζέλιε (το): 
1596ευαγγελίστρια (η)Βαντζελίστρα (α): 
1597ευγένεια (η)ευγένεια (α): 
1598ευγενής (ο)ευγενή (ο): 
1599Ευγενία (η)Βγενού (α): 
1600ευδαιμονία (η)ευδαιμονία (α): 
1601ευεργετώευεργετού: 
1602ευεργισία (η)ευεργεσία (α): 
1603ευθυμία (η)ευθυμία (α): 
1604εύθυμος (ο)εύθυμο (ο): 
1605ευθύς (ο)ευτύς (ο): 
1606ευλάβεια (η)ευλάβεια (α): 
1607ευλαβής (ο)ευλαβή (ο): 
1608ευλογητός (ο)ευλογητέ (ο): 
1609ευλογία (η)ευλογία (α): 
1610εύλογος (ο)εύλογο (ο): 
1611ευλογώευογού: 
1612ευνούχος (ο) , μουνουχισμένοςμουνούχο (ο): 
1613ευπρέπεια (η)ευπρέπεια (α): 
1614ευπρεπίζωευπρεπίζου: 
1615ευπρεπισμένος (ο)ευπρεπιστέ (ο): 
1616εύρημα (το)εύρεσμα (το): 
1617Ευριάς περιοχή του Λεωνιδίου (ο)Ευρήα (ο): 
1618ευτυχία (η)ευτυχία (α): 
1619ευτυχισμένος (ο)ευτυχιστέ (ο): 
1620ευφραίνω , τέρπωευφραίνου: 
1621ευφροσύνη (η)ευφροσύνη (α): 
1622ευχαρίστηση (η)ευχαρίστηση (α): 
1623ευχαριστώευχαριστού: 
1624ευχή (η)ευτζή (α): 
1625εύχομαιευτζικούμενε: 
1626ευωδία (η)ευωδία (α): 
1627έφαγαεφαήκα: 
1628εφαρπάζω , παίρνω με τη βία κάτιαπαυράχου: 
1629έφεραενέγκα: 
1630έφθασαεσούκα: 
1631εφιάλτης (ο)μώρα (α): 
1632εφοβήθηκαεφοζάμα: 
1633εφόβισαεφοζαΐα: 
1634εφόρεσαεφορέκα: 
1635έφρυξαεφρύα: 
1636εφτάζυμος (ο)εφτάζυμο (το): 
1637εφτάψυχος (ο)εφτάψουχο (ο): 
1638έφτιαξαεφκιάκα: 
1639έφυγαεφύγκα: 
1640εφύλαξαεφυά: 
1641εφύσησαεφουσάκα: 
1642εφώτισαεφουκία: 
1643εχάλασαεχάκα: 
1644έχασαεχάκα: 
1645έχεσαεχέα: 
1646εχθρός (ο)εχτρέ (ο): 
1647εχόρτασα άλλονεχονταΐα: 
1648εχόρτασα εγώεχοντάκα: 
1649έχωέχου: 
1650έχω μεγάλη ορμή για βλάστησηφαρσέγγου: 
1651έχω στεναχώρια , φούσκωμααγκουσεγγούμενε: 
1652έχων αραιές ρώγες (ο)αζόρρωγο (ο): 
1653έψαξαεκουνία: 
1654έψαξαεψαφήκα: 
1655εψήλωσαεψεούκα: 
1656έψησαεφτάκα: 
1657έως μέχριώς: 
1658ζαβός (ο) , στρεβλόςζαβό (ο): 
1659ζακέτα γυναικία (το)ζιπούνι (το): 
1660ζάλη (η)ζάλη (α): 
1661ζαλιά (η)πορούμα (α): 
1662ζαλίζωζαλίζου: 
1663ζαλίζω , θαμπώνω , ναρκώνωαποκαρούκου: 
1664ζάλωμα (το) , φόρτωμαζάουμα (το): 
1665ζαλώνωζαούκου: 
1666ζαρώνω , κουλουριάζομαικιουκιουρίου: 
1667ζαρώνω , μαζεύομαι από το κρύο , κρυώνω πολύτσουτσουρίου: 
1668ζαρώνω , ρυτιδώνωζαρούκου: 
1669ζάχαρη (η)ζάχαρι (α): 
1670ζαχαρώνωζαχαρούκου: 
1671ζαχαρωτό (το)ζαχαρουτέ (το): 
1672ζβαρνίζωζβαρνίζου: 
1673ζεσταίνομαι , πυρώνομαικυρουκούμενε: 
1674ζεσταμένο κεραμίδι (το)δήσαλε (ο): 
1675ζέσταναεσονία: 
1676ζεστασιά (η)κύρα (α): 
1677ζέστη (η)καΐα (α): 
1678ζέστη (η)σόμαση (α): 
1679ζεστή στάχτη (η)χώβολη (α): 
1680ζέστη,στάχτη (η)χώστρα (α): 
1681ζευγαρώνωζευγαρούκου: 
1682ζεύγλα (ξύλινο κολάρο) (η)ζεύα (α): 
1683ζευγολάτης (ο)ζευγάτα (ο): 
1684ζεύγος (το)ζευγάρι (το): 
1685ζεύγωζέγγου: 
1686ζηλεύωζηλλέγγου: 
1687ζήλια (η)ζήλια (α): 
1688ζηλότυπος (ο)ζηλιάρη (ο): 
1689ζημιά (η)ζηνία (α): 
1690ζημιώνωζηνιούκου: 
1691ζητιάνα (η)διακονιάρα (α): 
1692ζητιανεύωδιακονίζου: 
1693ζητιανεύωπενητέγγου: 
1694ζητιάνος (ο)διακονιάρι (ο): 
1695ζητώζητού: 
1696ζητώ , γυρεύω , απαιτώκαράχου: 
1697ζιζάνιο (το)ζιζάνιε (το): 
1698ζιζάνιο (το)ήρα (α): 
1699ζουμερός (ο)ζουμερέ (ο): 
1700ζουμί (το)ζουνί (το): 
1701ζουνάρι (το)ζουνάρι (το): 
1702ζουπίζω , εκθλίβωμουκρούνου: 
1703ζοχάδεςζοχάδε: 
1704ζοχός (ο)ζογκό (ο): 
1705ζυγαριά (η)ζυγαρία (α): 
1706ζυγίζωζυγίζου: 
1707ζυγός (ο)ζυγό (ο): 
1708ζυγώνω , πλησιάζωζυγούκου: 
1709ζυμάρι (το)ζυμάρι (το): 
1710ζυμαρικάζεμαρικά: 
1711ζυμαρικό (το)ζεμαρικό (το): 
1712ζύμωμα (το)ζύμουμα (το): 
1713ζυμώνωζυμούνου: 
1714ζώζού: 
1715ζωγραφίζωζωγραφίζου: 
1716ζωγράφος (ο)ζωγράφο (ο): 
1717ζωή (η)ζωή (α): 
1718ζώνη (η)ζώστρα (α): 
1719ζωντανεύωζωντανέγγου: 
1720ζωντανός (ο)απένατε (ο): 
1721ζωντανός (ο)ζωντανέ (ο): 
1722ζώνωσεγγιούκου: 
1723ζώο (το)ζο (το): 
1724ζωύφιο (το) , μεταφορικά λέμε και τους πονηρούςζούδι (το): 
1725ζωύφιον (το)ζουζουλάτσι (το): 
1726η αποβολή (το)τσάμπρουμα (το): 
1727η βελόνα (η)τσαθία (α): 
1728ηγουμένισσα (η)ηγουμένισσα (α): 
1729ηγούμενος μοναστιρίου (ο)ηγούμενε (ο): 
1730ήθος (το)ήθι (το): 
1731ηλιάζωλιάζου: 
1732Ηλίας (ο)Λία (ο): 
1733ηλιόλουστο δωμάτιο (το)λιακουτέ (το): 
1734ήλιος (ο)ήλιε (ο): 
1735ήμαστανέμαϊ: 
1736ημερομήνιαμερονήνια: 
1737ημερονύκτιο (το)μερόνιουτε (το): 
1738ήμερος (ο)ήμερε (ο): 
1739ημερώνναμερού: 
1740ημερώνωμερούκου: 
1741ήμουνέμα: 
1742ήπιαεγκίκα: 
1743ήρθαεκάνα: 
1744ήσανήγκι: 
1745ήσουνέσα: 
1746ησυχία (η)ησυχία (α): 
1747ήσυχος (ο)ήσυχο (ο): 
1748ήτανέκη: 
1749ήχος (ο)αχό (ο): 
1750ήχος (ο)ήχο (ο): 
1751θα πάωθα ζάου: 
1752θάβωτάφου: 
1753θάλασσα (η)θάσσα (α): 
1754θαλασσινός (ο)θασσιανέ (α): 
1755θάμπωμα (το)θάμπουμα (το): 
1756θαμπώνωθαμπούκου: 
1757θανατικό (το)θανακικό (το): 
1758θάνατος (ο)θάνατε (ο): 
1759θανατώνωθανατούκου: 
1760θανατώνω ένα ζώοψοφαΐχου: 
1761θαραλέος (ο)θαρετέ (α): 
1762θάρρος (το)θάρι (το): 
1763θαύμα (το)θάμα (το): 
1764θαυμάζωθαυμάζου: 
1765θέαμα (το) , όραμαόραμα (το): 
1766θεία (η)τσεία (α): 
1767θείος (ο)τσείε (ο): 
1768θέλημα (το)θέλημα (το): 
1769θέληση (η)θέλησι (α): 
1770θέλοντεςθέντε: 
1771θέλωθέου: 
1772θεμέλιο (το)θεμέλι (το): 
1773θεμελιώνωθεμελιούκου: 
1774θεός (ο)θεό (ο): 
1775θερίζω , μεταφορικά σκοτώνω,εξοντώνω,φονεύωσερίνδου: 
1776θεριστής (ο) , ο Ιούνιοςσερική (ο): 
1777θερμαίνωλεχούκου: 
1778θερμαίνω , ζεσταίνωσονίχου: 
1779θερμόχορτο (το)κιαμόχοντε (το): 
1780θέρος (το) , θερισμόςσέρι (το): 
1781θεωρία (η)θωρία (α): 
1782θηκάρι (το)θηκάρι (το): 
1783θήκη (η)θήτζη (α): 
1784θηλάζωσηλίνδου: 
1785θηλιά (η)θελεία (α): 
1786θηλιά στο στημόνι (ο)νιτάρι (το): 
1787θηλυκό γαϊδούρι (το)γαΙδάρα (α): 
1788θηλυκός -ιά -ό (ο)σηλυκό -ά -ό (ο): 
1789θημωνιά (η)θεμωνία (α): 
1790θημωνιάζωθεμωνιάζου: 
1791θημωνοτόπι (το)θεμωνοτόκι (το): 
1792θηριακώνωθερακούκου: 
1793θηρίο (το)θερίε (το): 
1794θλίβομαιθλιβούμενε: 
1795θολός (ο)θελέ (ο): 
1796θόλωμα (το)θέουμα (το): 
1797θολώνωθεούκου: 
1798θολώνω , βουρκώνωβουρκούκου: 
1799θόλωσαεθεούκα: 
1800θόρυβος (η)ταραχή (α): 
1801θόρυβος της λαβής μεταλλικού σκεύους (ο)αρβάλισμα (το): 
1802θορυβώαρβαλίζου: 
1803θρέψιμο (το) , το μεγάλωμασέψιμο (το): 
1804θρηνολογώθρηνογού: 
1805θρήνος (ο)θρήνε (ο): 
1806θρηνώθρηνού: 
1807θρησκεία (η)θρησκεία (α): 
1808θρόνος (ο)θρονί (το): 
1809θρούμπη (το)σύγγη και σρύγγη (α): 
1810θρούμπι (η)ορύγγι (α): 
1811θρούμπι (το)θρύγγι (το): 
1812θύελλα (η) , ταραχή , θόρυβοςαντάρα (α): 
1813θυμάρι (το)θυμάρι (το): 
1814θυμιατίζωθυνιακίζου: 
1815θυμιατό (το)θυνιατέ (το): 
1816θυμώνωθυμούκου: 
1817θυννειώτικο (ψάρι) (το)θυννιώτσιχο (το): 
1818θυρίδα (η)θιουρίδα (α): 
1819θυσία (η)θυσία (α): 
1820θυσιάζωθυσιάζου: 
1821Θωμαϊς (η)Θωμαϊ (α): 
1822Ιανουάριος (ο)Γεννάρι (ο): 
1823ιατρικό (το)γιατρικό (το): 
1824ιδέα (η)ιδέα (α): 
1825ίδιος (ο)ίδιε (ο): 
1826ιδούορή: 
1827ιδρώνωδρούνου: 
1828ιδρώτας (ο)ίδρουτα (ο): 
1829ιδρωτσίλα (η) , ιδρώταςρινήτα (α): 
1830Ιερά μονή Έλωνη (η)Έουνη (α): 
1831ιερεύς (ο)ιερέα (ο): 
1832ικανοποίηση (η) , η ευχαρίστησηαρεστσία (α): 
1833Ιούλιος (ο) , αλωνάρηςαωνάρι (α): 
1834ιππεύτρια (η) , αυτή που καβαλάει τον άντρα τηςαγροΐστρα (α): 
1835ισιάζω , σιάζω , συγυρίζωσάζου: 
1836ίσιωμα (το)ίσουμα (το): 
1837ίσκα (η)ίσκα (α): 
1838ίσκιος (ο) , σκιάαπότζα (α): 
1839ισχνός (ο) , αδύνατος , στεγνόςστεγνέ,-ά,-έ (ο): 
1840ίσωςίσως: 
1841ιτέα (η) , ιτιάετία (α): 
1842καβαλικέυω , ιππέυω , αναρριχώμαιαγροΐζου: 
1843καβαλικέυω , ιππέυω , αναρριχώμαιαγροΐζου: 
1844καβαλικεύω , ξεπεζεύωπεζέγγου: 
1845καβουράκι (το)καβούρι (το): 
1846κάβουρας (ο)κάβουρα (ο): 
1847καβουρδίζωφρύζου: 
1848καβουρομάνα (η)καβουρομάνα (α): 
1849κάδος προς άντληση υδάτων (ο)ιμάνι (το): 
1850καζανάκι (το)καζανάτζι (το): 
1851καζάνι (το)καζάνι (το): 
1852καζάνι (το) , σκάφηκούβελε (ο): 
1853καζμάτσι (το)καϊμάτζι (το): 
1854καημένος (ο)καϊμένε (ο): 
1855καθαρίζωκαθερίζου: 
1856καθαρίζω , παστρεύωπαστρέγγου: 
1857καθαρόςπαστρικό-ά-ό: 
1858καθαρός (ο)καθαρέ (α): 
1859καθαρτικό (το)καθαρκικό (το): 
1860κάθεκάθε: 
1861κάθε μη λευκό άνθοςλαλούδι (το): 
1862κάθε σάπιο πράγμα (το)σαπραΐα (α): 
1863καθημερινός (ο)καθημερινέ (α): 
1864καθισμένος (ο)κασήμενε,-ένα,-ενε (ο): 
1865κάθομαικατσαίνου: 
1866κάθομαιπαρακασήμενε: 
1867κάθομαι σε απάγκιο , στέκω σε απάνεμο μέροςαπαντζάζου: 
1868καθρέπτης (ο)καθρέφτα (ο): 
1869καθυστέρηση (η) , η βραδύτηταάργητα (α): 
1870καιτσε: 
1871καΐκι (το)καΐτζι (το): 
1872καϊμός (ο)καϊμός (ο): 
1873καινούργιοςτζινούρτζε: 
1874καιρός (ο) , χρόνος , άνεμοςτζαιρέ (ο): 
1875καίωδαίσου: 
1876κακανίζωκακαρίζου: 
1877κακαρέλι (το)κακαρέλι (το): 
1878κακαρώνω , μένω ξερός , αποθνήσκω έξαφνακακαρούνου: 
1879κακή θεία (η)κακοτσεία (α): 
1880κακιά (η)κακά (α): 
1881κακία (η) , μοχθηρίακατζία (α): 
1882κακογεννημένος (ο)κακονατέ (ο): 
1883κακομοιρασμένος (ο)κακομοιραστέ (ο): 
1884κακόμοιρος (ο)κακόμοιρε (ο): 
1885κακομούτσουνος (ο)κακομούντρουνε (ο): 
1886κακοντυμένος (ο)κακογγιουτέ (ο): 
1887κακορρίζικος (ο)κακορίζικο (ο): 
1888κακός (ο)κακό (ο): 
1889κακότυχος (ο)κακότυχο (ο): 
1890κακοφτιαγμένος (ο) , δύσμορφος , άσχημοςκακομποιτέ (ο): 
1891καλάγερά: 
1892καλάκα: 
1893καλαμάγρα (φυτό) (η)καμάγρα (α): 
1894καλάμι (το)κάνι (το): 
1895καλαμίζωκανίζου: 
1896καλάμισα , τυλίγω νήμα σε καλάμιεκανία: 
1897καλαμπόκι (το)αραποσίκη (ο): 
1898καλαμπόκι (το) , αραποσίτικαμπότζι (το): 
1899καλαμπόκινος (ο)καμπότζινε (ο): 
1900καλαμποκίσιος (ο)αραποσικένιε (ο): 
1901καλαμποκίσιος (ο)αραποσικίσε (ο): 
1902καλικάτζαρος (ο)σκαλικό (το): 
1903κάλλος (το) , η ομορφιάκάλλι (το): 
1904καλό χερικό (το)χερικό (το): 
1905καλόγερος (ο)καόγερε (ο): 
1906καλόγνωμος (ο)καόγνωμο (ο): 
1907καλόγρια (η)καόγρια (α): 
1908καλοκαρδίζωκαοκαρδίζου: 
1909καλόκαρδος (ο)καόκαρδε (ο): 
1910καλομαθημένος (ο)καομαθητέ (α): 
1911καλοπιάνω (η) , κολακεύωκαοκιάνου: 
1912καλύβα (η)κακιουλιά (α): 
1913καλύβα (η)κάλυε (ο): 
1914καλύβα τσοπάνη (η) , στάνηκατούνα (α): 
1915καλύβα χωρίς κλαριά (η)καλαντζούκα (α): 
1916καλυβάκι (το)καλυούτσι (το): 
1917καλύτερακάλλιο: 
1918καλώςκαώς: 
1919καμάκι των ψαράδων (το)καμάτζι (το): 
1920καμάρα (η)καμάρα (α): 
1921καμάρι (το)καμάρι (το): 
1922καμαρώνω , ηπερηφανεύομαικαμαρούνου: 
1923καμαρωτός (ο)καμαρουτέ,-ά,-έ (ο): 
1924καμία (η)γκανία (α): 
1925καμία (η)γκαρένα (α): 
1926καμμένο μέρος δάσους (το)δαΐα (α): 
1927καμμένος (ο)δατέ (ο): 
1928καμπάνα (η)καμπάνα (α): 
1929κάμπη των πεύκων (η)μαλλιαρόκαμπα (α): 
1930κάμπος (ο)κάμπο (ο): 
1931καμπούρης (ο)κουτζούγκι (ο): 
1932καμπούρης (ο) , κυρτόςκαμπούρι (ο): 
1933κάμωμα (το) , νάζιακάμουμα (το): 
1934καμώνομαικαμουκούμενε: 
1935κανακάρης (ο) , χαϊδεμένοςκανάτζι (ο): 
1936κανακεύω , χαϊδεύωκανατζίζου: 
1937κανάτι (το)κανάκι (το): 
1938κανδήλα (η)κανδήα (α): 
1939κανδήλι (το) , λύχνοςκαγγήλι (το): 
1940κανέναγκάνα: 
1941κάνναβη (η)κανάδι (το): 
1942καντάρι (το)στατέρι (το): 
1943κάνω , ποιώποίου: 
1944κάνω κάποιον να καθίσει κάτω , θέτω , τοποθετώκατσαϊχου: 
1945καπίστρι (το)κακίστρι (το): 
1946καπνισμένο (το)κουϊα (α): 
1947κάρδαμο (το)κάρδεμα (το): 
1948καρέκλα (η) , καθίγκλα , καρέγκλακαθέγκλα (α): 
1949καρούτα (η)κορύτα (α): 
1950καρύδι του λαιμού (η) , καρύτζαυλοςκαρύτζαυλε (α): 
1951καρυκεύω το φαγητό με κάτι λιπαρό , τρώγω,ή προσσφέρω αρτύσιμο , δοκιμάζωαρτέγγου: 
1952κασσιτέρωση χάλκινου σκεύους (η)γάνουμα (το): 
1953κάστρο (το)κάστρε (το): 
1954κατάκατά: 
1955καταάσαρκος (ο)κατασάρκο (ο): 
1956καταγίνομαικαταγινούμενε: 
1957καταγόμενος από το χωριό Βαμβακού (ο)βαμπατσίτα (ο): 
1958καταδέχομαι , αποδέχομαικαταδεχούμενε: 
1959καταδικάζω , κατακρίνωκαταδικάζου: 
1960καταδιωκόμενος (ο)καταφυγιαστέ (ο): 
1961καταιγίδα με χαλάζι (η)στραποχάζι (το): 
1962κατακαίωαποδαίσου: 
1963κατακαίωκαταδαίσου: 
1964κατακόπω , κατακομματιάζωκατακόφου: 
1965κατακρίνωκατακρίνου: 
1966κατάλαβα , ενόησαενοιούκα: 
1967καταλαβαίνω , αντιλαμβάνομαικαταβαίνου: 
1968κατάλευκος (ο) , κάτασπροςκατάλεκο (ο): 
1969κατάλοιπο του σαπουνιού (το)απολειφάδι (το): 
1970καταλύω , φθείρωκαταού: 
1971καταμαδώ , καταμαδίζωκαταμαΐνδου: 
1972καταματώνωκαταματούκου: 
1973καταμόναχος (ο)καταμόναχο (ο): 
1974κατάμουτρα , κατάματακαταμούτσουνα: 
1975καταξεσχίζω , κατασπαράττωκαταξεστζίζου: 
1976καταπαύωκαταπάφου: 
1977κατάπιαεκαταγκίκα: 
1978καταπιάνομαικατακιανούμενε: 
1979καταπίνωκακίνου: 
1980καταπίνωκατακίνου: 
1981καταποντίζωκαταπογκίζου: 
1982καταποντισμός (ο) , πλημμύρακαταπογκισμό (ο): 
1983κατάρα (η)κατάρα (α): 
1984καταραμένο (το) , το έρημοβακούθι (το): 
1985καταραμένος (ο) , κακορίζικος , έρημοςαραχνιαστέ (ο): 
1986καταραμένος (ο) , καταρατόςκαταρατέ (α): 
1987καταργώ τη νηστεία , δεν νηστεύωαρκύζου: 
1988καταρέωρέγγου: 
1989κατάρκαδακατάρκαδα: 
1990καταρράχτης (ο)καταρράχτα (ο): 
1991κατάρτι (η)κατάρκι (το): 
1992καταρώμαικαταρούμενε: 
1993κατασκευή του σώματος ενος ζώου (η)σκαρί (το): 
1994καταστόλιστος (ο)καταστολίστε (ο): 
1995κατατρυπώκατατσουπαϊχου: 
1996κατατρώγωκατατσού: 
1997κατατρώω , τρώω τελείως , αποτρώωαποτσού: 
1998καταφέρνωκαταφερίκου: 
1999καταφιλώκαταθιού: 
2000καταφρονώ , περιφρονώκαταφρονού: 
2001καταφύγιο (το)καταφύγι (το): 
2002καταχνιά (η)κατακνία (α): 
2003καταχώνω , θάβωκακούχου: 
2004κατεβάζωκαμπαΐχου: 
2005κατεβαίνωκαμπαίνου: 
2006κατεβασμένος (ο)καμπαϊστέ (ο): 
2007κατέβηκαεκαμπάκα: 
2008κατεξοδεύωκαταξοδέγγου: 
2009κατεργάρης , διάβολος , ζωηρό παιδίτελενιστέ: 
2010κατεύθυνση (η)βάσα (α): 
2011κατευοδώνωκαταυοδούκου: 
2012κατέχωσαεκακούα: 
2013κατζούλα (η) , γάτακατζούα (α): 
2014κατηγορία (η)κατηγορία (α): 
2015κατηγόρια (η) , συκοφαντίααθιογή (α): 
2016κατηγόρια (το) , δυσφήμιση για γυναικοδουλιέςκωθώνι (το): 
2017κατηγορώκατηγορού: 
2018κατηφοριά (η)αποπαΐα (α): 
2019κατήφορος (ο)κατήφορε (ο): 
2020κάτικάτσι: 
2021κατούρον (το)κάκιουρε (το): 
2022κατουρώκακιουρού: 
2023κατρουλιά (η)κακιουρία (α): 
2024κατρουλιάρης (η)κακιουρλιάρι (ο): 
2025κατσίκα (η) , κατσίκα που δεν έχει γεννήσειχίμαιρε (α): 
2026κατσικάκι (το)έριφο (ο): 
2027κατσίκι (το)ρουφάλι (το): 
2028κατσίκι ενός έτους (το)βετούλι (το): 
2029κάτωκάτου: 
2030κάτω κόσμος (ο)Άδης (ο): 
2031κάτω μέρος της κοιλιάς προβάτου (το) , μουλίμουλί (το): 
2032κάτωθεν , από κάτωκατούσε: 
2033κατώφλι (το)κατώφιλε (το): 
2034καυανούς , μαύροςκουβάνε: 
2035καυχησιάρης (ο)καυκούλη ή καυτζιάρη (ο): 
2036καυχιέμαικαυκιχούμενε: 
2037κάψιμο (το) , έγκαυμαδάμα (το): 
2038καψώνωκαψούκου: 
2039κέδρος (ο)βένιε (ο): 
2040κέδρος (ο) , κένδροςτζένδρι (το): 
2041κενδρόμηλο (το)τζενδρόμαλε (το): 
2042κέντημα (το)τζέντημα (το): 
2043κέντημα στο μανίκι (το)ρεντιτζέα (α): 
2044κεντρί (το)τζεντρί (το): 
2045κεντώ , αγκυλώνωτζεντού: 
2046κενώνω , ευκαιρώ , αδειάζωαδειάζου: 
2047κεραία (η)αντένα (α): 
2048κεραμίδι (το)τζέραμο (ο): 
2049κεράσι (το)τζέρασε και τζεράσι (το): 
2050κερασιά (η)τζερασία (α): 
2051κερατάς (ο)ορθοτζέρατε (ο): 
2052κέρατο (το)τζέρατε (το): 
2053κέρδος (το)διάφορε (το): 
2054κέρδος (το)τζέρδι (το): 
2055κερί (το)τζερί (το): 
2056κερίθρα (η)τζερίθρα (α): 
2057κεφάλας (ο)τζουφαουγία (ο): 
2058κεφάλι (το)τζουφά (α): 
2059κεφάλι (το)τσεφάλα (α): 
2060κεφαλοτύρι (το)κιουρέ (ο): 
2061κεχρί (το)τζεχρί (το): 
2062κηδεία (η)θανή (α): 
2063κήπος (ο)τζήπο (ο): 
2064κιλίμι (το)κιλίνι (το): 
2065κινδυνεύωτζινδυνέγγου: 
2066κίνδυνος (ο)τζίνδυνε (ο): 
2067κίνημα (το)τζίνημα (το): 
2068κινητό χερούλι (το) , λαβή μεταλλικού σκεύουςαρβάλι (το): 
2069κινώ , ξεκινώτζινού: 
2070κισσός (ο)κισσέ (ο): 
2071κισσόφυλλο (το)κισσόφυλλε (το): 
2072κιτριά (η)τζιτρία (α): 
2073κίτρινοςτζίτρινε-ε-ε: 
2074κίτρο (το)τζίτρε (το): 
2075κλάδευσαεκαδεύα: 
2076κλαδευτηρι (το)καδευκήρι (το): 
2077κλαδεύωκαδέγκου: 
2078κλάδος (ο) , κλαρίκαδί (το): 
2079κλάδος (ο) , κλαρίκαϊδί (το): 
2080κλαδώνωκαδούκου: 
2081κλαίωβου: 
2082κλάμα (το)βαϊτέ (ο): 
2083κλάμα (το)βάμα (το): 
2084κλαμένος (ο)βατέ (ο): 
2085κλαμένος (το) , οδυρμόςβαϋτέ (ο): 
2086κλάψιμο (το)βάτσιμο (το): 
2087κλειδί (το)κράκα (α): 
2088κλειδωνιά (η) , κλειδαριάκλειδωνία (α): 
2089κλειδώνωκλειδούκου: 
2090κλείνωκλείνου (α): 
2091κλείω τους οφθαλμούς αποθανόντοςκαλέγγου: 
2092κλέπτωκρέφου: 
2093κλέφτης (ο)κρέφτα (το): 
2094κλεψιά (η)κρεψία (α): 
2095κλήμα (το)κράμα (το): 
2096κληματόβεργα (η)κραματόσαμδα (α): 
2097κληματόβεργα (η)μπεοκάδι (το): 
2098κληματόφυλλο (το)κραματόφυλλε (το): 
2099κληρονομιά (η)κληρονονία (α): 
2100κληρονομος (ο)κληρονόμο (ο): 
2101κληρονομος (ο) , απόγονοςκλέρα (α): 
2102κληρονομώκληρονομού: 
2103κλησάρα (η) , κρησέρακλησάρα (α): 
2104κλησαρίζωκλησαρίζου: 
2105κλισις (η)κρέμασι (α): 
2106κλουβί (το)κουδί ή κουϊδί (το): 
2107κλύσμα (το)αγκλυστήρι (το): 
2108κλώσσα (η)κλουκλουνίζα (α): 
2109κλώσσα (η)κλώσσα (α): 
2110κλωσσώ , επωάζωκλωσσού: 
2111κλωστή (η)κωνά (α): 
2112κλωστή για βια βελονιάαρπεδόνα (α): 
2113κλωτσώ , λακτίζωκλωτσίζου: 
2114κοιλαράς (ο)φουκαρά (ο): 
2115κοιλαρού (η)φουκαρού (α): 
2116Κοίλασο (το)Τσοίασε (το): 
2117κοίλωμα όπου κρατιέται μικρή ποσότητα νερού (το)αρέ (ο): 
2118κοιμάμαικασήου: 
2119κοιμάμαικιούφου: 
2120κοιμήθηκαεκιούβα: 
2121κοίτα εδώορωγί ή ορεγί: 
2122κοίτα έδώορπαρορή: 
2123κοίτα εκείόρπα: 
2124κοίτα εκεί ναορπαρορή: 
2125κοίταγμα (το)ξείκασμα (το): 
2126κοιτάζωξεικάζου: 
2127κοίτη (η)τζοίτα (α): 
2128κοκκαλιάρης (ο)σιμελέ,-ά,-έ (ο): 
2129κόκκαλο (το)κόκκαλε (το): 
2130κοκκαλώνωκοκκαούκου: 
2131κοκκάρι (το)κοκάρι (το): 
2132κοκκινίζωκοτσινίζου: 
2133κοκκινογιάννης (ο) , αηδόνικοτσινογιάννη (ο): 
2134κοκκινομάλλης (ο)ρούσσε,-α,-ε (ο): 
2135κόκκινος (ο)κοτσινέ (ο): 
2136κόκκινος (ο)κοτσίνι (ο): 
2137κοκκινωπό (το)βλαντί (το): 
2138κοκκινωπός (ο)κοτσινούτσικο (ο): 
2139κοκκινωπός τράγος (ο)μούσκουρε (ο): 
2140κολακεύωγαλιφέγγου: 
2141κολακεύωκοατζέγγου: 
2142κολλητσίδα (η)κοατσία (α): 
2143κόλλυβα (το)κόλλυβα (το): 
2144κολλώκολλίχου: 
2145κολλώκοού: 
2146κολοβόςκολοβό: 
2147κολοκύθα (η)κότσυτα (α): 
2148κολοκυθάκι (το)δέημα (το): 
2149κολοκυθιά (η)κοτσυτία (α): 
2150κόλσκσς (ο)γαλίφο (ο): 
2151κολυμβήθρα (η)κολυμπήθρα (α): 
2152κολύμπι (το)άπλεμα (το): 
2153κολύμπι (το)κολιούμπι (το): 
2154κολυμπώκολιουμπού: 
2155κόμβος (ο)κομπό (ο): 
2156κομματάκι (το)κομματζούλι (το): 
2157κομμάτι (το)κομμάκι (το): 
2158κομμάτι πυρωμένου κεραμιδιού (το)δήσαλε (το): 
2159κομματιάζωκομμακιάζου: 
2160κομμένο υγρό (το) , γάλα , κρασίζάρα (α): 
2161κομμένος (ο) , στοτωμένος από αστραπήαστραποκοφτέ (ο): 
2162κονάκι (το)κονάτζι (το): 
2163κονεύω , καταλύωκονέγγου: 
2164κόνιδα (η)κονία (ο): 
2165κοντάκοντά: 
2166κοντάρι (το)κοντούρι (το): 
2167κοντή μάλλινη κάλτσα (η)προπόδι (το): 
2168κοντολογώκοντογού: 
2169κοντοπίθαρο (το)κοντοζάκουρε (το): 
2170κοντόςκοντέ: 
2171κοπάδι (το)κοπάδι (το): 
2172κοπάδι (το) , αγέληκοκή (α): 
2173κοπανίζωκοπανίζου: 
2174κόπανος (ο)κόπανε (ο): 
2175κόπανος (ο)πράνα (α): 
2176κοπέλα (η) , υπηρέτρια , δούλακοπέα (α): 
2177κοπέλι (το) , υπηρέτης , δούλοςκοπέλι (το): 
2178κοπιάζωκοπιάζου: 
2179κοπιάζω , καταδέχομαικοκιάζου: 
2180κόπος (ο)κόπο (ο): 
2181κόπος (ο) , όργωμακάματε (ο): 
2182κοπριά (η) , φουσκήκρόπο ή κόπρο (α): 
2183κοπριά των βοδιών (η)βουϊνία (α): 
2184κόπρος ίππων (ο)καβελίνα (α): 
2185κόπτω , τέμνω , κόβωκόφου: 
2186κόρα ψωμιού (η)καμπούσι (το): 
2187κοράκι (το)κόρακα (ο): 
2188κορδώνομαι , καυλώνωκορδοκούμενε: 
2189κόρη (η)σάτη (α): 
2190κορίτσι (το)κορασά (α): 
2191κορμός (ο)κορμό (ο): 
2192κορνιαχτός (ο)κορνιαχτέ (ο): 
2193κορομηλιά (η)αγροδαμαστζηγία (α): 
2194κορομηλιά (η)κορονηλία (α): 
2195κορόμηλο (το)κορόμηλε (το): 
2196κορυφή (η)κορφά (α): 
2197κορώνα (η)κορώνα (α): 
2198κοσκινίζωδερμωνίζου: 
2199κόσκινο (το)κόστζινε (το): 
2200κόσμος (ο)κόσμο (ο): 
2201κοσύμβη (η) , καμπούρακουτζούμπα (α): 
2202κότα (η)κότα (α): 
2203κοτότρυπα (η)κοτοκραϊα (α): 
2204κοτούλα (η)κοτίτζα (α): 
2205κοτσιλιά (η)κορκατζία (α): 
2206κότσυφας (ο)κοτσοφό (ο): 
2207κουβαλώ , μεταφέρωκουβαού: 
2208κουβαράκι (το)κουβαρούλι (το): 
2209κουβαράκι μάλλινου νήματος (το)δρούγκα (α): 
2210κουβάρι (το)κουβάρι (το): 
2211κουβάς (ο)τέστα (α): 
2212κουβέντα (η)κουβέντα (α): 
2213κουβεντιάζωκουβεγκιάζου: 
2214κουδούνι των αιγοπροβάτων (το)τρουγκάνι (το): 
2215κουκί (το)κόκο (ο): 
2216κουκκάκια ψιλάκοκούνια ψιά: 
2217κούκλα (η)κουτσούνα (α): 
2218κούκος (ο)κούκο (ο): 
2219κουκουβάγια (η)κουκουβάγια (α): 
2220κουκούλα (η)κουκούα (α): 
2221κουκουλώνωκουκουλούνου: 
2222κουκουνάρα (η)κουκουνάρα (α): 
2223κουκουνάρι (το)κουκουνάρι (το): 
2224κουκουναριά (η)κουκουναρία (α): 
2225κουκούτσι (το)πουράσι (το): 
2226κουλός (ο)κουλλέ (ο): 
2227κουλούρα (η)γριτζέα (α): 
2228κουλούρα (η)κολλιούρα (ο): 
2229κούμαρα (το)κούμαρε (το): 
2230κουμαριά (η)κουμαρία (α): 
2231κουμάσι (το)κουμάσι (το): 
2232κουμουλάκι (το)κουμούλι (το): 
2233κουμούλι από σκατά (ο)κούμουλε (ο): 
2234κουμπάρος (ο) , νονός , σύντεκνοςκουμπάρε (ο): 
2235κουμπί (το)κουγκί (το): 
2236κουμπώνωκουμπούκου: 
2237κούνια (η)κορνιαλέτσα (α): 
2238κούνια (η)κούνια (α): 
2239κούνια (η)νανάκα (α): 
2240κουνούπι (το)κουνούκι (το): 
2241κουνώσαού: 
2242κουνώ , σαλεύωσαλίου: 
2243κουνώ την κούνιασαλίου: 
2244κουπί (το)κουκί (το): 
2245κουράζομαιακισταινούμενε: 
2246κουράζομαιαπισταινούμενε: 
2247κούραση (η) , κόπωσηακισταμάρα (α): 
2248κουρασμένος (ο) , η κόπωση , η εξάντλησηακιστατέ (ο): 
2249κούρεμα (το)κουρά (α): 
2250κουρεύωκουρέγγου: 
2251κουρκούτι (το)κουρκούκι (το): 
2252κουρσεύω , λεηλατώ , ληστεύωκουρσέγκου: 
2253κουταλάκι (το)μυσί (το): 
2254κουτάλι (το)μύσα (α): 
2255κουτί (το)κουκί (το): 
2256κουτσαίνω , χωλαίνωκουτσαίνου: 
2257κουτσάυτης (ο)κοψοβότανε (ο): 
2258κουτσοδόντης (ο)κατσοδόντα (ο): 
2259κουτσομπόλα (η) , περίεργηκορκοσούρα (α): 
2260κουτσομπολεύωκορκοσουρέγγου: 
2261κουτσούρα (η)κουτσούρα (α): 
2262κούτσουρο (το)κούτσουρε (το): 
2263κουφάλα δέντρου (η)κουφατσία (α): 
2264κουφάρι (το) , σκελετόςκουφάρι (το): 
2265κουφέτο (το)κουφέτα (α): 
2266κούφιος (ο)κούθιε (ο): 
2267κουφοξυλιά (η)σαμπουκλιά (α): 
2268κουφώνω τελείωςαποκωφούκου: 
2269κοφινάκι (το)κοθινάτζι (το): 
2270κοφινάκι ευρύ (το)κάνεστρε (το): 
2271κοφίνι (το)κοθίνι ή κοϊθίνι (το): 
2272κοφινίδα (η) , κοφίνι μεγάλοκοθινίδα (α): 
2273κοφτερός (ο)κοφτερέ (ο): 
2274κοχλάζων (ο)κοχλάτε (ο): 
2275κοχλασμός (ο)κόχλε (ο): 
2276κοχλός (ο) , κοχλίαςκούσελε (ο): 
2277κόψιμο (το)κόψιμο (το): 
2278κράμβη (η)κραμπούνι (το): 
2279κρασάκι (το)κρασάτζι (το): 
2280κράση (η) , δύναμηκράσι (α): 
2281κρασί (το)κρασί (το): 
2282κράτησαεκοντούκα: 
2283κράτησείτσε: 
2284κρατήσετείτσετε: 
2285κρατώίκου: 
2286κρατώκοντούκου: 
2287κραυγάζω , σκούζω , φωνάζω δυνατάσκουίζου: 
2288κραυγή (η) , σκούξιμοσκουΐτέ (ο): 
2289κρέας (το)κρήε (το): 
2290κρέας από κριάρι (το)κριαρήσιε (το): 
2291κρεββαταριά (η) , κληματαριάκρεββαταρία (α): 
2292κρεββάτι (το)κρεββάτα (ο): 
2293κρεμαστός (ο)κρεμαστέ (α): 
2294κρεμάωκρεμαίνου: 
2295κρεμμύδι (το)κρέμμου (το): 
2296κρεμώκρεμαλίχου: 
2297κριάρι (το)κριάρι (το): 
2298κριθάρι (το)κρίσα (α): 
2299κρίθινος (ο)κρισίτσινε (ο): 
2300κρίνος (ο)κρίνε (ο): 
2301κρίνωκρίνου: 
2302κρίση (η)κρίσι (α): 
2303κριτής (ο)κρική (ο): 
2304κρόκος (ο)κορκό (ο): 
2305κρομμυδότσουφλακρεμμυδόφυα: 
2306κρυάδα (η)κράδα (α): 
2307κρύβωγκρούφου: 
2308κρυμμενος θησαυρός (ο)βλησίδι (το): 
2309κρυστάλλινος (ο)κρουσταλλένιε (ο): 
2310κρύσταλλο (το)κρούσταλλε (το): 
2311κρύσταλλο πάγου (το)λυγρί (το): 
2312κρυσταλλωμένη ζάχαρη (η)κάντι (το): 
2313κρυφοακούωπαρακανδούμενε: 
2314κρυφοκοιτάζωκρουφουξεικάζω: 
2315κρυφός (ο) , ύπουλοςγκρουφό (ο): 
2316κρυώνωσίου: 
2317κυβερνώτζυβερνού: 
2318κυδώνι (το)τζυδώνι (το): 
2319κυδωνιά (η)τζυδωνία (α): 
2320κυδωνόπαστο (το)ρετζέλι (το): 
2321κύλισμα (το) , κατρακύλισμαακαλιτέ (ο): 
2322κυλώακαλίου: 
2323κυλώ κάτω , ξαπλώνω κάτω , αγκαλιάζωακαλίνου: 
2324κύμα (το)τζύμα (το): 
2325κυματάκι (το)τζυμάτζι (το): 
2326κυματίζωτζυματίζου: 
2327κύμινον (το)τζύνινε (το): 
2328κυνηγώτζυνηγού: 
2329κυπαρισσόμηλο (το)τζυπαρισσόμανε (το): 
2330κύπτω , κοιμάμαικιούφου: 
2331κυρά (η)τζουρά (α): 
2332Κυρα ?ννα (η)Τζουράννα (α): 
2333κυρία (η)τζυρά (α): 
2334κυριακή (η)τζουρακά (α): 
2335κύριος (ο) , ο άνδρας μουτζούρι (ο): 
2336κυψέλη (η)κουβέλι (το): 
2337κωλομέρι (το)νιόκωλε (το): 
2338κωλονούρι (το) , σιδερωστιάκιανί (το): 
2339κώλος (ο)κώλε (ο): 
2340κωλοφωτιά (η) , πυγολαμπίδακάμπα (α): 
2341κώνος (ο)κούνε (ο): 
2342Κωνσταντίνος (ο)Κωσταγκή (ο): 
2343Κωνσταντινουπολίτικος (ο)πολίτσιχο (ο): 
2344λαβώνω , τραυματίζωλαβούκου: 
2345λαγός (ο)αγό (ο): 
2346λαδερός (ο)λαδερέ (ο): 
2347λάδι (το)άι (το): 
2348λάδι (το)αλάϊ (το): 
2349λάδιαάζα: 
2350λαδία (η) , λεκές απο λάδιλαδία (α): 
2351λαθούρι (το)λαθούρι (το): 
2352λαιμός (ο)λαιμό (ο): 
2353Λάκκος (ο)Άκο (ο): 
2354λάκκος (ο)λάκο ή άκο (ο): 
2355λάκκος ρηχός με νερό (ο)άρνακα (ο): 
2356λάκκος του ληνού (ο)λαρνούχο (ο): 
2357λάλημα (το) , ομιλία , λόγιαάλημα (το): 
2358λάλησε , πεςάλε: 
2359λαλώ , ομιλώλαλού: 
2360λαμβάνωλαβαίνου: 
2361Λάμια (μυθολογία) (η) , μεταφορικά ” η φαγού” , λαίμαργηΛάμια (α): 
2362λαμπάδα (η) , κερίαμπάδα (α): 
2363λάμπωάμπου: 
2364λάμψη (η)άμπουμα (το): 
2365λαός (ο)λαό (ο): 
2366λάπαθο (το)άπασε (το): 
2367λάρυγγας (ο)άρουγγα (ο): 
2368λάρυγγας (ο)γούα (α): 
2369λάσπη (η)λάσπη (α): 
2370λάσπη (η)ούλι (α): 
2371λασπώνωουλιάζου: 
2372λατρεύωλατρέγγου: 
2373λαχαίνω , τυχαίνωλαχαίνου: 
2374λαχανιάζωαχανιάζου: 
2375λαχάνιασμααχάνιασμα (το): 
2376λαχανικόαχανικό (το): 
2377λάχανο (το)άχανε (το): 
2378λαχτάρα (η)αχτάρα (α): 
2379λαχταριστός (ο)αχταριστέ, -ά, -έ (ο): 
2380λαχταριστός (ο)λαχταρέ (α): 
2381λεβέντης (ο)λεβέγκι (ο): 
2382λέβης (ο) , καζάνιλεβέτα (ο): 
2383λεβιδόχορτο (το) , λεβιθόχορτολενισόχορτε (το): 
2384λειανικάλειανικά: 
2385λειξούρης (ο) , λαίμαργοςλειξούρι (ο): 
2386λείπωλείπου: 
2387λείπω , απουσιάζωαπολείπου: 
2388λειτουργία (η)λειτρουγία (α): 
2389λείψανο (το)λείψανε (το): 
2390λεμόνι (το)λεϊμόνι (το): 
2391λεμονιά (η)λεϊμονία (α): 
2392Λενιδιώτης (ο)Αγιεληδιώτα (ο): 
2393λέπι (το)πέταλε (το): 
2394λεπίδα (η)λεκία (α): 
2395λεπουντιά (η) , πονηριά , λοβοδιάλεμποντία (α): 
2396λέπρα (η)λέπρα (α): 
2397λεπρός (ο)λεπρέ (ο): 
2398λεπτένωψιλιαίνου: 
2399λερωμένος (ο)λερέ -ά -έ (ο): 
2400λες και , σανσάματσι: 
2401λεύκα (η)λεύκο (ο): 
2402λευκάζουσα γη (η) , έδαφος με μεγάλη αναλογία άσπρου χώματοςασπρογή (α): 
2403λευκαίνωχαλαίνου: 
2404λευκή ασπάλαθος (η)λεκαπαλία (α): 
2405λευκό (το) , το άσπρολεκό (α): 
2406λεχωνιά (η)οχωνία (α): 
2407Λεωνίδιον (το)Αγιελήδι (το): 
2408ΛεωνιδιώτεςΑγιελιδιώτοι: 
2409ληνός (ο)ληνέ (ο): 
2410λησμονώ , ξεχνώαλησμονού: 
2411λιβάνι (το)λιβάνι (το): 
2412λιγάκιλιγάτζι: 
2413λιγαριά (η)λιγαρία (α): 
2414λίγδα (η)λίγδα (α): 
2415λίγο ζουμίζουμάτσι: 
2416λίγο και λιγότερο , ολιγούτερεολίγο και ολιγούτερε: 
2417λιγοθυμία (η)λιγοθυμία (α): 
2418λιγοθυμώ , λειποθυμώλιγοθυμού: 
2419λίγο-λίγο (το) , κομματάκι – κομματακιαπαδουτέ, -ά, -έ (ο): 
2420λικνίζω ,νανουρίζωνανατζίζου: 
2421λίμα (η)αρνάζι (το): 
2422λιμαίνωλιμάσσου: 
2423λιμασμένος (ο) , πεινασμένοςλιμαστέ -ά -έ (ο): 
2424λίμνη (η)λίμνα (α): 
2425λινάρι (το)λινάρι (το): 
2426λιοκόκκι (το) , το ελαιοκόκκιον , πυρήναςλιοκότσι (το): 
2427λιοντάρι (το) , λέωνλιοντάρι (το): 
2428λιοπύρι (το)λιοκύρι (το): 
2429λιποθυμία (η)κίληψι (α): 
2430λιπώδης ακαθαρισία από τρίχες (η)κίνα (α): 
2431λιχνίζωλιχνίζου: 
2432λίχνισμα (το)λίχνισμα (το): 
2433λιώνωλύου: 
2434λογαριάζωογαράζου: 
2435λογαριασμός (ο)ογαριασμό (ο): 
2436λογής λογήςογής ογής: 
2437λόγκος (ο)όγκο (ο): 
2438λόγκος (ο) , λόχμηλόγκο (ο): 
2439λόγος (ο)όγο (ο): 
2440λοιμική νόσος (η) , ο λοιμόςλενιτζή (α): 
2441λοιπόνλοιπόν: 
2442λοστός (ο)οστέ (ο): 
2443λούζομαιουκούμενε: 
2444λούζωούκου: 
2445λούκι της σκεπής (το)καβέα (το): 
2446λουλουδάκι (το)λουλουδάτζι (το): 
2447λουλουδίζωλαλουδίζου: 
2448λούπινο (το)λούπινε (το): 
2449λούπινο (το)ούκινε (το): 
2450λοχώνα (η)οχώνα (α): 
2451λυγαριά (η)λυγαρία (α): 
2452λυγαριά (η)ουλιά (α): 
2453λυγερός -ή -ό (ο)λυγερέ -ά -έ (ο): 
2454λυγίζωγυλίζου: 
2455λυγίζω , κάμπτωλυγίζου και γυλίζου: 
2456λυγίζω , κάμπωβεργίζου: 
2457λύκος (ο)λιούκο (ο): 
2458λύνω , λύωλιούκου: 
2459λύπη (η) , θλίψηντέρκι (το): 
2460λύπη (η) , το πένθοςλύκη (α): 
2461λυπητερός (ο)λυπητερέ (α): 
2462λυπούμαι , θλίβομαιλυπούμενε: 
2463λύσσα (η)λύσσα (α): 
2464λυσσώ , λυσσάζωλυσσίου: 
2465λυχνάρι (το)λυχνούτσι (το): 
2466λύχνος (ο)λύχνε (ο): 
2467λυωζούμι (το)λυώσμο (το): 
2468λυώνωαναλυούκου: 
2469λώβη (η) , λέπραούβα (α): 
2470λωβιασμένος (ο)ουβιαστέ (ο): 
2471μαγαζί (το)μαγαζί (το): 
2472μαγεία (η)μαγεία (α): 
2473μαγειρείο (το)μαγεριτζή (α): 
2474μαγειρεύωμαγερέγγου: 
2475μάγειρος (ο)μάγερα (ο): 
2476μαγευτική τοποθεσία (η)φούσκα (α): 
2477μαγεύωμαγέγγου: 
2478μαγιάτικος (ο)μαγιάτσικο (το): 
2479μάγισσα (η)μάγισσα (α): 
2480μαγουλίτης (ο)μαγούλι (το): 
2481μάγουλο (το)μάγουλε (το): 
2482μαδώμαΐνδου: 
2483μάζα χώματος (η)μάζα (α): 
2484μάζεμα ως τέλος (το)απομάζουμα (το): 
2485μαζεμένοςμαζουτέ, -ά, -έ (ο): 
2486μαζεύω , συνάζω , συναθροίζωμαζούκου: 
2487μαζεύω πύον , μαζεύω πύονπουίχου: 
2488μαζίμαζί: 
2489μάζωξη (η) , συγκέντρωσημάζουξη (α): 
2490μαθαίνωμαθαίνου: 
2491μαθητής (ο)μαθητή (ο): 
2492μαϊδανός (ο) , μαϊντανόςμαντανέ (ο): 
2493Μάιος (ο)Μάη (ο): 
2494μακάρι , είθεμαγάρι: 
2495μακαρία (η)μακαρία (α): 
2496μακαρίζωμακαρίζου: 
2497μακαρίτης (ο)μακαρίτα (ο): 
2498μακαρίτισσα (η)μακαΐτζι (α): 
2499μακρά νηστεία (η)νηστζικουμάγρα (α): 
2500μακραίνωμακρύνου: 
2501μακριάαλλάργα: 
2502μακριάμακρία: 
2503μακρινός (ο) , απομακρυσμένοςαλλαργινέ (ο): 
2504μακρινός -ή -ό (ο)μακρυνέ -ά -έ (ο): 
2505μακρύς,-ιά,-ύμακρού,-ρεία-ρού: 
2506μακρύτερος , μακρότεροςμακρούτερε,-τέρα,-τέρε: 
2507μαλακός,-ή,-όμακό,-ά,-ό: 
2508μαλακώνωαπαλαίνου: 
2509μαλακώνω , μαλακύνωμακούκου: 
2510μάλαμα (το)μάμα (το): 
2511μαλαματένιος (ο)μαματένιε (ο): 
2512μαλάσσω , ψηλαφώμάσου: 
2513Μαλεβός (ο) , ΠάρνωναςΜαλεβό (ο): 
2514μάλισταμάλιστα: 
2515μαλλί (το)έρι (το): 
2516μαλλί αρνίσιο (το) , μαλλί προβάτουαρνοπόκι (το): 
2517μαλλιαρός,-ή,-ό (ο)μαλλιαρέ,-ά,-έ (ο): 
2518μάλλινος,-η,-ο (ο)μάλλινε,-ε,-ε (ο): 
2519μαλώνω , επιτιμώμαούνου: 
2520μαλώνω θορυβώνταςβροντομαούνου: 
2521μαμμή (η)μανή (α): 
2522μάνα (η)μα (α): 
2523μανάβικο (το)οπωρικό (α): 
2524μανάρι, οικόσιτον αρνί ή γουρουνάκι (το)μανάρι (το): 
2525μαναστήρι (το)μοναστζήρι (το): 
2526μανδρί (το)μανδρί (το): 
2527μανίκι (το)μάνικα (α): 
2528μανούλα (η)εμά (α): 
2529μανούλα (το)ματέρι (το): 
2530μαντήλι (το)στζέπα (α): 
2531μάντης (ο)μάντο (ο): 
2532Μανωλάκις (ο)Μανουάτζι (ο): 
2533μάπα (η) , λάχανομάπα (α): 
2534μάραθος είδος φυτού (ο)μάραθε (το): 
2535μαραίνωμαραίνου: 
2536μαραίνω τελείωςαπομαραίνου: 
2537μαρασμός (ο)μάρα (α): 
2538μαρασμός (ο)μαραΐα (α): 
2539μαρένομαιρεγγούμενε: 
2540Μαρία (η) , ΜαρούλαΜαρούα (α): 
2541Μάρτιος (ο)Μάντζι (ο): 
2542μάρτυρας (ο)μάρτυς (ο): 
2543μαρτυρώμαρτυρού: 
2544μαςμου: 
2545μασκαραλίκι (το)μασκαραλίτζι (το): 
2546μασκαράς (ο)μασκαρά (ο): 
2547μασούρι (το)μασούρι (το): 
2548μαστός (ο) , το βυζίβουζί (το): 
2549μαστός (το)μαστάρι (το): 
2550μασχάλη (η)αμοσκά (α): 
2551μασώματάνδου: 
2552ματάκι (το)ψιλάτζι (το): 
2553ματαφυτεύωματαφτύου: 
2554μάτι (το)εψιλέ (το): 
2555ματιά (η)ματία (α): 
2556ματιάζωψιλιάζου: 
2557μάτιασμα (το)ψίλιασμα (το): 
2558ματώνωματούκου: 
2559μαυλίζωμαυλίνδου: 
2560μαυραγκαθιά (η) , μεταφορικά”κατακίτρινη”λαντζοχειρία (α): 
2561μαυριδερός (ο) , μελαχροινόςμαυροδερέ -ά -έ (ο): 
2562μαυρίζωμαυρίζου: 
2563μαυρίλα (η)κουβαγία (α): 
2564μαυροντυμμένος (ο)μαυροκουρνιαχτέ-ά-έ (ο): 
2565μαύρος (ο) , σκούροςκόρμπικο (το): 
2566μαύρος τράγος (ο)κόρμπο (ο): 
2567μαχαιράκι (το)μαχαιρούλι (το): 
2568μαχαίρι (το)μαχαίρα (α): 
2569μαχαίρι (το)μαχαίρι (το): 
2570μαχαιροπήρουνο (το)μαχαιροκήρουνο (το): 
2571μεμέ: 
2572με κάποιο θυμόορωγιορορή: 
2573με την σειράαραδιαστά: 
2574με τρία χτένια χτενισμένη (η) , ωραία χτενισμένητριόχτενε (α): 
2575μεγάλη γαϊδάρα (η)ονάρα (α): 
2576μεγάλη ζάλη (η)βουρλικό (το): 
2577μεγάλη κλάρα (η)καρούνα (α): 
2578μεγάλη κούραση (η) , κόπωσηαποαλημό (ο): 
2579μεγάλη ξύλινη πρόκα (η)εμπροκό (ο): 
2580μεγάλη πέτρα (η) , κοτρώνακοτρώνι (το): 
2581μεγάλη φωτιά (η) , λαύρα , κάψαάμπρακα (ο): 
2582μεγάλο κουδουνι των μεγάλων τράγων (το)τρουγκάνα (α): 
2583μεγάλο κοφίνιτσυγικό (το): 
2584μεγάλο κοφίνι (το)κόφα (α): 
2585μεγάλο φίδι (το)ούθακα (ο): 
2586μεγαλο χαράρι (το)αχουροχάραρε (το): 
2587μεγάλος (ο)ατσέ (ο): 
2588μεγάλος βράχος (ο)μούτουλε (ο): 
2589μεγάλος βράχος (ο)πάσσινε (ο): 
2590μεγάλος βράχος πάνω στο βουνό (η)πάντζικα (α): 
2591μεγάλος γάϊδαρος (ο)ονάκα (ο): 
2592μεγάλος κλάδος (ο)καμό (ο): 
2593μεγαλούτσικο (το)ατσούσικο (το): 
2594μεγάλώνωατσεραίνου: 
2595μεθώμεθού: 
2596μεθώ , το τσούζωμουρίχου: 
2597μείγμα από νερό,λάδι και αλάτι (το)αρμόλατσε (το): 
2598μελαγχολία (η)μελαχολία (α): 
2599μελαγχολικός (ο)μελαχολικό (ο): 
2600ΜέλαναΜέανα: 
2601μελανιασμένος (ο)πελί (ο): 
2602μελετώμελετού: 
2603μελής (ο)μελισσέ -ά -έ (ο): 
2604μελιγκώνι (το) , το μυρμήγκιλιγκώνι (το): 
2605μέλισσα (η)μελισσά (α): 
2606μελισσί βόδι (το)μελίσσι (ο): 
2607μελισσοκόφινο (το)μελισσοκόθινε (το): 
2608μελιτζάνα (η)μελιτζάνα (α): 
2609μέλλει , νοιάζομαιμεούμενε: 
2610μελομακάρονο (το)μελομακάρουνε (το): 
2611μέλωμα (το)μέλουμα (το): 
2612μελώνωμελούκου: 
2613μένω , υπολείπομαι , σταματώαραμού: 
2614μένω μόνος , μένω χωρίς κληρονόμους , μένω άκληροςακλεράζου: 
2615μέρα (η)μέρα (α): 
2616μέρα (η) , η ημέρααμέρα (α): 
2617μεριά (η)μερία (α): 
2618μερικοί -ές -άμεριτζοί -τζέ -κά: 
2619μεριχιά (η)αρμυρήθρα (α): 
2620μεριχιά (η)μεριχία (α): 
2621μέρος (το)μέρι (το): 
2622μέρος για φύλαξημπουζούλι (το): 
2623μέρος λάκκου με νερό (ο)αρνατσία ή αρνατζία (α): 
2624μέρος με πολλή υγρασία (το)βαζικό (ο): 
2625μέρος πολύ βορινό (το)βοζινήθρα (α): 
2626μέρος που κρύβεις κάτι (το)καταχώνι (το): 
2627μέσα , εντόςτάσου: 
2628μεσάνυχταμισάνιουτα: 
2629μέση (η)μισά (α): 
2630μεσημέρι (το)μεσαμέρι (το): 
2631μεσημέρι (το)μισαμέρι (το): 
2632μεσημεριανός (ο)μεσαμερανέ -ά -έ (ο): 
2633μεσιανός (ο)μεσαρινέ-ά-έ (ο): 
2634μεσιανός (ο)μισαρινέ-ά-έ (ο): 
2635μεσίτης (ο)μεσίτα (ο): 
2636μέσο του χειμώναμισοχείμωνα: 
2637μεστός (ο)μεστέ-ά-έ (ο): 
2638μεστώνωμεστούκου: 
2639Μετά τη λειτουργίααπολείτουργα: 
2640μετά το θέροςαπόσερε: 
2641μετά το Πάσχααπόπασκα: 
2642μετά το Πάσχαξώαμπρα: 
2643μετά το χάραγμααποχαραή: 
2644μεταδίδω ασθένειακαρούκου: 
2645μέταλλο (το)μέταλλε (το): 
2646μέταλλο μολύβι (το)βολύνι (το): 
2647μετάνοια (η)μετάνοια (α): 
2648μετανοώματανοίου: 
2649μεταξένιος (ο)μεταξένιε (ο): 
2650μετάξι (το)μετάξι (το): 
2651Μεταξία (η)Μεταξού (α): 
2652μεταξοσκώληκας (ο)βασιλικάζη (ο): 
2653μεταφέρω , στέλνωαποσούκου: 
2654μεταφορά (η)απόσουμα (το): 
2655μετόχι (το)μετόχι (α): 
2656μετρώμετσού: 
2657μέτωπο (το)μετώπι (το): 
2658μη απολυμένος (ο) , ατέλειωτος , ασχόλαστοςαξαπόλυτε (ο): 
2659μη εισελθών (ο)άμπατε (ο): 
2660μη θλιμμένοςάχλιφτε (ο): 
2661μη κερασμένος (ο)ατσέραστε (ο): 
2662μη παρμένοςαύρατε (ο): 
2663μη ροκανισμένος (ο) , μη τραγανισμένος , απλάνιστοςαροκάνιστε (ο): 
2664μη σκοτωμένος (ο)ασκότουτε (ο): 
2665μη στασιασμένοςαστάσαστε (ο): 
2666μη στενεμένοςαστένευτε (ο): 
2667μη στοιβασμένοςαστοίβαστε (ο): 
2668μη τελειωμένος (ο)ατελεσφόρετε (ο): 
2669μη υφασμένος (ο)αφάιτε (ο): 
2670μη χουγιασμένος (ο) , μη ενοχλημένοςαχούγιαχτε (ο): 
2671Μη χτυπημένος (ο) , άδαρτοςαπράνιστε (ο): 
2672μήκος (το)μάκρι (το): 
2673μήλαμάβα: 
2674μηλιά (η)μαλία (α): 
2675μηλίγκι (το)νήλιγγα (ο): 
2676μήλο (το)μάλι (το): 
2677μήνας (ο)μήνα (ο): 
2678μηρός (ο)μερέ (ο): 
2679μήτεμήτε: 
2680μητέρα (η) , μάναμάτη (α): 
2681μήτρα (η)μήτρα (α): 
2682μητριά (η)μετσύα (α): 
2683μητριός (ο)μετσύε (ο): 
2684μηχανεύομαιμηχανεγγούμενες: 
2685μίαμία: 
2686μίανία: 
2687μιαίνω , μαγαρίζωμαγαρίζου: 
2688μικρά τρίχινα ταγάρια (το)σαγούλι (το): 
2689μικραίνωμιτσαίνου: 
2690μικρή αφάνα (η)αφάνι (το): 
2691μικρή βάρκα (η)βαρκούλι (το): 
2692μικρή εκκλησία (ο) , εκκλησάκιαγιούτσι (το): 
2693μικρή κορύτα (η)ναΐ (α): 
2694μικρή λάρνακα (η)λιμπί (το): 
2695μικρή μυζήθρα (η)αφοκιούρι (το): 
2696μικρή σπηλιά (το)σπηλιούτσι (το): 
2697μικρή τσίμπλα (η)μουτζί (το): 
2698μικρό αγίασμα (το)αγιασμάτζι (το): 
2699μικρό αδράχτι (το)ασίτι (το): 
2700μικρό βαρβάτο ζώο (το)βαρβατσέλι (το): 
2701μικρό βρακί (το)βρακούλι (το): 
2702μικρό βυζί (το)βουζάτσι (το): 
2703μικρό ζώο (το)ζούμπερε (το): 
2704μικρό κοπάδι ζώων (το)πράσι (α): 
2705μικρό κορίτσι (το)σατέρι (το): 
2706μικρό μέρος με νερό (το)μπαρδούκα (α): 
2707μικρό μολυντήρι (το)μολεμάτζι (το): 
2708μικρό ξύλινο ποτήρι (το)κουτούλι (το): 
2709μικρό σκουλήκι του νερού (ο)δίψακα (ο): 
2710μικρό σπήλαιο (το)σπήλι (το): 
2711μικρό σπιτάκι (το)τζελλιούλι (το): 
2712μικρό σταφύλι (το)βοτσάλι (το): 
2713μικρό τόπι (το)στρομπούλι (το): 
2714μικρό τραπέζι (το)τραπεζάτζι (το): 
2715μικρό φεγγάρι (το)φεγγαρούλι (το): 
2716μικρό,ξερό σύκο (το)ασκαούνι (το): 
2717μικρόν ψαλίδι (το)ψαλί (το): 
2718μικρός (ο)μιτσί-ά-ί (ο): 
2719μικρός αχινός (ο)αχινούτσι (ο): 
2720μικρός βλαστός (ο)βασταζούλι (το): 
2721μικρός γάϊδαρος (ο)ονάρι (το): 
2722μικρός λάκκος με νερό (ο)βιρέ (ο): 
2723μικρός πετεινός (ο) , κοκοράκιβουλί (ο): 
2724μικρός σιδερένιος κρίκος (ο)γριτζέλι (το): 
2725μικρός τόπος (ο)τοπούτσι (το): 
2726μικρόσωμος (ο)λωβό (ο): 
2727μικρούτσικο (το)μιτσούλικο (το): 
2728μιλώ μέχρι τέλουςαποαού: 
2729μισθός (ο)ρόγα (α): 
2730μίσθωσις αγρού (το)γέμουρε (το): 
2731μισοπεθαμένοςμωροζώντανε: 
2732μισοπεθαμένος (ο)μισοπενατέ-ά-έ (ο): 
2733μισός (ο)έμισε, -ε, -ου (ο): 
2734μίσος (το) , έχθραέχτρα (α): 
2735μισώμισού: 
2736μιτερόβεργα (η)νιτουτέρα (α): 
2737μίτρα επισκόπου (η)μίτρα (α): 
2738Μιχάλις (ο)Νιχάλι (ο): 
2739μνήμα (το)μνήμα (το): 
2740μνημονεύωμνημονέγγου: 
2741μνημόσυνο (το)μνημόσυνε (το): 
2742μοίρα (η)μοίρα (α): 
2743μοίρα (η) , το κισμέτκιζμέκι (το): 
2744μοιράζωμεράχου: 
2745μοίρασαεμερά: 
2746μοιρασιά (η)μοιρασία (α): 
2747μοιρολογήτρα (η)νοιρογίστρα (α): 
2748μοιρολόγι (το)νοιρόγι (το): 
2749μοιρολογώνοιρογού: 
2750μόλιςμόλις: 
2751μόλιςμότσι: 
2752μολόχα (η)μόχα (α): 
2753μολυντήρι (το)μόλεμο (ο): 
2754μονάδα μέτρησης σιτηρών (η)μόδι (το): 
2755μοναξιά (η)μοναχία (α): 
2756μοναχή (η) , μοναδικήμονονία (α): 
2757μοναχικός (ο) , που δεν συναναστρέφεται άλλονασυνάστρεφτε (ο): 
2758μοναχός (ο) , μόνοςμοναχό,-ά,-ό (ο): 
2759μονάχος (ο) , τελείως μόνοςαπομόναχο (ο): 
2760μονογενής (ο)μονογενή (ο): 
2761μονοκοπανιά , μονομιάςμονοκοπανία: 
2762μονοπατι (το)σύρμα (το): 
2763μονοπάτι (το)μονοπάκι (το): 
2764μόνος,-η,-ο (η)μόνε,-α,-ου (ο): 
2765μορώπανο (το)κώπαννε (το): 
2766μοσχαράκι (το)μοκούλι (το): 
2767μοσχάρι (το)μόκο (ο): 
2768μοσχοαναθρεμμένος (η)μοσκοανασταντέ,-ά,-έ (ο): 
2769μοσχοβολώβοού: 
2770μουμι: 
2771μουνάμου: 
2772μουγκός,-ή,-ό (ο)μουγκό,-ά,-ό (ο): 
2773μουγκρίζωμουγκρίζου: 
2774μούγκρισμα (το)μούγκρισμα (το): 
2775μουδιάζωψύου: 
2776μουδιάζωψύου: 
2777μουδιάζω , ναρκώνομαιμουδίου: 
2778μούδιασαεμουδιάκα: 
2779μούλα (η)μούα (α): 
2780μούλα (η) , μουλάρικόρμπα (α): 
2781μουλάρι (το)μουάρι (το): 
2782μουνί (το)κύστε (ο): 
2783μουνουχίζωμουνουχίζου: 
2784μουνούχισμα (το)μουνούχισμα (το): 
2785μούντζα (η)μούντζα (α): 
2786μουντζούρα (η)μουντζαλία (α): 
2787μουντζουρώνωμουντζουρίζου: 
2788μούργα (η)μούργα (α): 
2789μουριά (η)μουρήα (α): 
2790μουρμούρα (η)μουρμούρα (α): 
2791μουρμουργιάρης (ο)μουρμουράρι,μουρμουράρα,μουρμουράρικο (ο): 
2792μουρμούρης (ο)μουρμούρι (ο): 
2793μουρμουρίζωμουρμουρίζου: 
2794μουρμούρισμα (το)μουρμούρισμα (το): 
2795μουρόφυλλαμουρόφυα: 
2796μουσικό όργανο (το)όργανε (το): 
2797μουσμουλία (η)μεσκουλία (α): 
2798μούσμουλο (το)μέσκουλε (το): 
2799μουστάκι (το)μουστάτζι (το): 
2800μουστόπητα (η)μουστόπατα (α): 
2801μούτραμούτσουνα: 
2802μούχλα (η)μούχα (α): 
2803μουχλιάζωμουχλιάζου: 
2804μπαίνωμπαίνου: 
2805μπακαλιάρος (ο)μπακαλάο (ο): 
2806μπαλκόνι (το)ξουστάγι (το): 
2807μπάλωμαπίσαμ(μ)α: 
2808μπάλωμα (το)μπάουμα (το): 
2809μπαλωματής (ο)μπαλώση (ο): 
2810μπαλωματού (η)μπαλώσαινα (α): 
2811μπαλώνωμπαούκου: 
2812μπαλώνωπισαματούκου: 
2813μπάμια (η)μπάμπια (α): 
2814μπαμπούλας (ο)μπαμπάη (ο): 
2815μπάτης (ο) , άνεμος από θάλασσαμπάτη (ο): 
2816μπάτσος (ο) , σφαλιάρα , χαστούκιμπάτσε (ο): 
2817μπήγωγκήχου: 
2818μπήκαεμπάκα: 
2819μπογιά (η)ζβέντζα (α): 
2820μπορώπορού: 
2821μπουκιά (η)μπουκουνία (α): 
2822μπουσούλισμα (το)μπαχάντζα (α): 
2823μπροστά , πηγαίνω εμπρόςπουρτέσε: 
2824μπροστινό αντί του αργαλειού (το)μπροσάγκι (το): 
2825μπροστινόςπουρτεσινέ: 
2826μπροστινώτεραπουρτεσούτερα: 
2827μπρούμυτα , πίστομακίστομα: 
2828μυαλό (το)εμαλέ (το): 
2829μυαλό (το)μαλέ (ο): 
2830μύγα (η)μούζα (α): 
2831μυγόχεσμα (το)μουζόχεσμα (το): 
2832μυζήθρα (η)αφόκιουρη (α): 
2833μυκτήρισμα (το) , ειρωνείαθρούνισμα (το): 
2834μύλος (ο)μύλε (ο): 
2835μυλωνάς (ο)μυωνά (ο): 
2836μυλωνού (η)μυωνού (α): 
2837μυρίζωμυρίζου: 
2838μυρίζωνυρίζου: 
2839μύριοι , χιλιάδεςνύροι: 
2840μυρμήγκι (το)μελιγκώνι (το): 
2841μυρουδιά βούρκου (η)βουρτσία (α): 
2842μυρτιά (η) , σμερτιάμουνταλία (α): 
2843μυρωδιά (η)λιβανία (α): 
2844μυρωδιά (η)νυρωϊδία (α): 
2845μυρωδιά συνήθως δυσάρεστη (η)αποφορά (α): 
2846μυρώνι (το) , αγριομυρώνικάντζικα (α): 
2847μυστικός (ο)μυστικό (α): 
2848μυστρί (το)μυστρί (το): 
2849μυτερό ξύλο για να κεντούν τα ζώα (το)βουτζέντρα (α): 
2850Μωριάς (ο) , ΠελοπόννησοςΜωρήα (ο): 
2851να εδώ ναορωγιορή: 
2852να φάωφάου: 
2853ναι , βεβαίωςαμέ: 
2854νάρθηκας (ο) , πρόναοςνάρθηκα (ο): 
2855ναύτης (ο)ναύτα (ο): 
2856νεαρή γίδα (το)βεργάδι (το): 
2857νεαρός (ο)νέο (ο): 
2858νεκρός (ο) , πεθαμένοςαπενατέ,-ά έ (ο): 
2859νεκρός (ο) , πεθαμένοςνεκρέ (ο): 
2860νεκρώνωνεκρούκου: 
2861νεογέννητο παιδί ή ζώο που βυζαίνει δύο μητέρες (το)διγόνι (το): 
2862νέος ευπαρουσίαστος (ο) , λεβέντης , φίλοςβλάμη (ο): 
2863νεοσσός (ο)νησσούα (α): 
2864νεότητα (η)νεότη (α): 
2865νεράιδα (η)αναραΐδα (α): 
2866νερό (το)ύο (το): 
2867νερό δυνατά αλατισμένο (το)αρμύρα (α): 
2868νερό που μέσα πλύναμε μαλλιά (το)απόληνε (το): 
2869νερού – νεράυβάτου και ύβατα: 
2870νερουλός (ο) , υγρός , μαλακόςαδερέ (ο): 
2871νερουλός-ή-όνερουπό-ά-ό: 
2872νεύμα (το)νόημα (το): 
2873νεύρο (το)νεύρε (το): 
2874νεφρό (το)νεφρέ (ο): 
2875νήμα (το)αζούρι (το): 
2876νησί (το)νησί (το): 
2877νησιώτης (ο)νησιώτα (ο): 
2878νηστεία (η)νηστζεία (α): 
2879νηστεύωνηστέγγου: 
2880νηστήσιμος (ο)ανάρκυστε (ο): 
2881νηστικός-ή-όνηστζικό-ά-ό: 
2882νίβομαινιφούμενε: 
2883Νικολάκης (ο)Νικοάτζι (ο): 
2884Νικόλαος (ο)Νικόα (ο): 
2885νικώνικού: 
2886νιόγαμπρος (ο)νιόγαμπρε (ο): 
2887Νοέμβριος (ο)Νοέμβρη (ο): 
2888νόθος υιός (ο) , μούλικοςμούλε (ο): 
2889νοιάζομαιεννοιάζουντα: 
2890νοικοκύρης (ο)νοικοτζούρι (ο): 
2891νομίζωνομίζου: 
2892νοστιμάδα (η)νοστζιμάδα (α): 
2893νοστιμεύω , νοστιμίζωνοστζιμέγγου: 
2894νόστιμος (ο)νόστζιμο (ο): 
2895νότιο μέρος (το)νοκία (α): 
2896νους (ο)νου (ο): 
2897ντόπιος (ο)ντόκιε (ο): 
2898ντορβάς (ο) , υφασμάτινη τσάντατορβά (ο): 
2899ντουφέκι (το)ντουφέτζι (το): 
2900ντρέπομαιντρεπούμενε: 
2901ντροπαλός (ο)ντραπαλέ (ο): 
2902ντροπή (η)εντροκή (α): 
2903ντροπή (η)ντροκή (α): 
2904ντροπιάζωντροκιάζου: 
2905ντύνωγκιούκου: 
2906νύμφη (η)νύθη (α): 
2907νυμφικός (η)νυθιάτσιχο (ο): 
2908νυστάζωνυστάζου: 
2909νυχάκι (το)νυχάτζι (το): 
2910νύχι (το)νύχι (το): 
2911νύχτα (η)νιούτα (α): 
2912νυχτέρι (το) , ολονυχτίανιουτέρι (το): 
2913νύχτωσεεκαγγιούτζε: 
2914ξαγναντίζω , φαίνομαι , παρουσιάζομαιξαγναγκίζου: 
2915ξαγνάντισα , φάνηκαετσύβα: 
2916ξαγριεύωξαγρούκου: 
2917ξαδέρφη (η)τσάδερφο (α): 
2918ξάδερφος (ο)τσάδεφο (ο): 
2919ξαίνωτσαίνου: 
2920ξακουσμένος (ο) , ξακουστός , ευκλεήςξακουστέ,-ά,-έ (ο): 
2921ξανάματά: 
2922ξαναβλέπωξαναορού: 
2923ξαναγεννώξαναγεννού: 
2924ξαναγέρνω , ξαναπλαγιάζωξαναγύρου: 
2925ξαναγυρίζωξαναγιουρίζου: 
2926ξαναέρχομαιξαναπαρίου: 
2927ξαναζητώξανακουνίνδου: 
2928ξαναζώξαναζού: 
2929ξαναήλθαεξανακάνα: 
2930ξαναθυμίζωξαναθυνίχου: 
2931ξανακαλώ , ματακαλώματακαού: 
2932ξανακούωξανανοίου: 
2933ξαναλέωματαού: 
2934ξαναλέωξαναού: 
2935ξαναπαίρνωξαναρίκου: 
2936ξαναπατώξαναπατού: 
2937ξαναπέφτωξανατσυτένδου: 
2938ξαναπηγαίνωματαέγκου: 
2939ξανατροχίζωξανακονού: 
2940ξαναφιλώξαναθιού: 
2941ξανθός -ή -ό (ο)ξανθέ-ά-έ (ο): 
2942ξαπλώνωτσαπρούκου: 
2943ξάπλωσαετσαπρούκα: 
2944ξαποσταίνω , ξεκουράζομαιξακισταινούμενε: 
2945ξάστερος (ο)ξάστερε (ο): 
2946ξαστερώνειξαστερούκουντά νι: 
2947ξαφνιάζωξαφνίζου: 
2948ξαφνικάάξαφνα: 
2949ξαφνικό ράπισμα (το)αστραφτά (α): 
2950ξαφνικός (ο) , αιφνίδιοςάξαφνε (ο): 
2951ξαφνικός στεριανός άνεμος (ο)σπηλιάδα (α): 
2952ξεβαθουλώνωγουρνιάζου: 
2953ξεβγάζωξεμπάνου: 
2954ξεβουλλώνωξεβούκου: 
2955ξεγλυτώνωξεγλυτούνου: 
2956ξεγύμνωμα (το)τζητζίδι (το): 
2957ξεθεμελιώνωξεθεμελιούκου: 
2958ξεθυμώνωξεθυμούκου: 
2959ξεκαρδίζομαιξεκαρδισκούμενε: 
2960ξεκαταχώνω , ξεχώνωξεκακούχου: 
2961ξεκινώξετζινού: 
2962ξεκολλώξεκοού: 
2963ξελάκκωμα (το)ξεκάκουμα (το): 
2964ξελογιασμένος (ο)ξεδουτέ -ά -έ (α): 
2965ξενιτειά (η) , αλλοδαπήξενικεία (α): 
2966ξενιτέυομαιΞενιτεγγούμενε: 
2967ξενιτεύωξενιτέγγου: 
2968ξέννιαστος (ο) , αμέριμνοςξέννοιαστε (ο): 
2969ξενοδουλεύωξενοδουλέγγου: 
2970ξενώνας (ο)ξενώνα (ο): 
2971ξεπαγιασμένος (ο) , κουβαριασμένοςκιουκιούρι (ο): 
2972ξεπεσμένος (ο)ξεπεφτέ (ο): 
2973ξεπλέκω μαλλιάξεπρέγου: 
2974ξεπλένωξεκρύζου: 
2975ξεπρήζομαι , ξεφουσκώνωξεπρησκούμενε: 
2976ξέρα (η)τσέρα (α): 
2977ξεραϊλα (η)ψαΐα (α): 
2978ξεραΐλα (η)τσεραΐα (α): 
2979ξεραίνονται τα χείλη μου από δίψαγατσίου: 
2980ξεραίνωτσεραίνου: 
2981ξεριζώνωξεσινδούκου: 
2982ξερικός αγρός (ο)ξερικό (ο): 
2983ξερό σύκο (το)ασκά (α): 
2984ξεροβήχωτσεροδήχου: 
2985ξεροκάμπι (το)Τσερόκαμπε (ο): 
2986ξεροκαταπίνωτσεροκακίνου: 
2987ξερομασσώτσερομάσσου: 
2988ξερομαχώτσερομαχού: 
2989ξερός (ο)τσερέ,-ά,-έ (ο): 
2990ξεροσκάωτσεροκράνδου: 
2991ξερρωγίζωκρινίχου: 
2992ξέρω , ξέρωξέρου: 
2993ξεσκεπάζωξεμπέχου: 
2994ξεσκεπάζωξεστζεπάχου: 
2995ξέσκεπος (ο)ξέστζεπο (ο): 
2996ξεσκούφωτοςξεσκούφουτε: 
2997ξεσπαθώνωξεσπαθούκου: 
2998ξεστολίζουξεστολίζου: 
2999ξεσυνειθίζωξεσυνειθίζου: 
3000ξεσφίγγωξεσφίγγου: 
3001ξεσχίζω , σχίζωξεστζίζου: 
3002ξετίναγμα (το)τσίκρουμα (το): 
3003ξετινάζω , εκτινάσσω , ξετινάζωΑτσικρούνου: 
3004ξετρελαίνω , αποβλακώνωαπομωραίνου: 
3005ξεφλουδίζωλέφου: 
3006ξεφοβούμαιξεφοζούμενε: 
3007ξεφυτηλίζω , κόβω την καύτρα του φυτηλιούξεφκιλίζου: 
3008ξεφωνίζω με κλάμαεβαΰα: 
3009ξεχειλίζωξεχειλίζου: 
3010ξεχειμωνιάζω , παραχειμάζωξεχειμωνιάνδου: 
3011ξεχνώ , ξεχάνω , λησμονώξεχάνου: 
3012ξέχυσα , έχυσαετσιχύκα: 
3013ξεχωρίζω , χωρίζω , διακρίνωξεχουρίζου: 
3014ξεχωριστός,-ή,-ό (ο)ξεχουριστέ,-ά,-έ (ο): 
3015ξεψυχώξεψυχού: 
3016ξέωτσού: 
3017ξηλώνω , ξεκαρφώνωξηούκου: 
3018ξημέρωμα (το)ξημέρουμα (το): 
3019ξημερώνομαισυνταχαινούμενε: 
3020ξημερώνωξημερούνου: 
3021ξηρασία (η)ψαχνία (α): 
3022ξιδι (το)ξείδι (το): 
3023ξιππασμένος (ο) , περήφανοςξιππαστέ,-ά,-έ (ο): 
3024ξόανο (το) , ξύλινο άγαλμαξόανε (το): 
3025ξύγκι (το) , το λίποςξύντζι (το): 
3026ξυλάκι (το)καλί (το): 
3027ξυλαφάνα (η)αφάνα (α): 
3028ξυλιά (η)καλία (α): 
3029ξύλινη ή πέτρινη λάρνακα για λάδι (η)λίμπα (α): 
3030ξύλινη κούπα (η)κούτουλε (ο): 
3031ξύλινο δοχείο (το)βεδούρα (α): 
3032ξύλινο εξάρτημα πιεστηρίουμπαλάντρα (α): 
3033ξύλινος (ο)ξούλινε (ο): 
3034ξύλινος σύρτης (ο)αμπάρα (α): 
3035ξύλο (το)κάβα (το): 
3036ξύλο (το)κάλι (το): 
3037ξύλο (το)νδαβελέ (ο): 
3038ξύλο μικρό με μυτερή άκρη (η)βάτα (α): 
3039ξύλο μικρό με μυτερή άκρη (το)βουτζέντρι (το): 
3040ξύλο μικρό με μυτερή άκρη (το)τσουθί (το): 
3041ξύλο,λαβή της βίτσας (το)βιτσόκαλε (το): 
3042ξυλοκόπημα (το)δαρμό (ο): 
3043ξυλόκοττα (η)ξόκοτα (α): 
3044ξυλοκρέββατο (το) , φέρετροξοκρέββατε (το): 
3045ξυνίζωξυνίζου: 
3046ξυνίλα (η)ξυνάδα (α): 
3047ξυνολάπαθο (το)ξυνοάπασε (το): 
3048ξύνωτσούνου: 
3049ξύνω με τα νύχια , σκαλίζω την φωτίακαρασίνδου: 
3050ξυπνώξυπνίχου: 
3051ξυπνώ , σηκώνωταΐχου: 
3052ξυπόλυτος (ο)τσαπόλητε, (ο): 
3053ξυράφι (το)ξουράθι (το): 
3054ξυρίζωξουρίζου: 
3055ξυρίζω τελείοςαποξουρίζου: 
3056ξύσμα (ο)τσούμα (το): 
3057ξύσμα (το)απότσουμα (το): 
3058ξύστης (ο)τσούτα (ο): 
3059ξύστρα (η)ξύστρα (α): 
3060ξυφτέρι (ο) , είδος γερακιούξυφτέρι (το): 
3061ξωτσου: 
3062ο αρραβωνιάρης , αρραβωνιασμένοςαρραβωνιαστικό (ο): 
3063ο κορμός του κλήματος (ο)κούρβουλε (ο): 
3064ο μαλιαρός -ή -ότσιχαρά-ού-έ (ο): 
3065ο Τυρός και τα Μέλανα (ο)Τερομέανα: 
3066ό,τιό,τσι: 
3067ό,τι μένει από τα δημητριακά μετά το κοσκίνισμααπόσουπο (το): 
3068ό,τι μένει στο χωράφι μετά το θέρισμααπόσερε (το): 
3069ό,τι παίρνουμε σαρώνονταςαποσάριδε (το): 
3070οδηγία (η)οδηγία (α): 
3071οδηγία (η) , συμβουλήοργήνεια (α): 
3072οδηγός (ο)οδηγό (ο): 
3073οδηγός γαϊδουριού (ο)γαϊδουροάτα (ο): 
3074οδηγώοδηγού: 
3075οι Δρύνες , οι πρώτες έξι ημέρες του Αυγούστουοι Δρύνε: 
3076οικογένεια (η) , φαμίλιαφανίλια (α): 
3077οικογένεια Μερίκα (η)Μερικαίοι: 
3078οικονόμος (ο)οικονόμο (ο): 
3079οίκος (ο) , σπίτιτζέα (α): 
3080οκνηρή (η) , τεμπέλα , νωθρήακαμάτρα (α): 
3081οκνηρός (ο) , τεμπέλης , αργόςαϊδούλι (ο): 
3082οκνηρός (ο) , τεμπέλης , νωθρόςακαμάκι (ο): 
3083όλαόα: 
3084όλαόλε: 
3085ολισθαίνω , γλιστρώλιουτσαίνου: 
3086όλο το μαλλί από ένα πρόβατο (το) , προβιάποκάρι (το): 
3087ολόκερος (ο)ολάτζερε -ε -ε (ο): 
3088ολόκληρος (ο)ατσέζε (ο): 
3089ολόκληρος (ο)σύσωμο (ο): 
3090ολόκληρος (ο) , ακέραιοςατόθυε (ο): 
3091ολολυγμός (ο) , φωνές,θρήνοικουϊτέ (ο): 
3092ολόχρυσος (ο)ολόχρυσε -ε -ε (ο): 
3093ομαλός (ο)ούμελε (ο): 
3094ομιλώνιού: 
3095ομιλώ , ονομάζωαού: 
3096ομοιάζωονοιάζου: 
3097ομολογία (η)αμογία (α): 
3098ομολογώαμογού: 
3099ομολογώομογού: 
3100όμωςόμως: 
3101ονειρεύομαιονειρεγγούμενε: 
3102όνειρο (το)όνειρε (το): 
3103όνομα (το)όνουμα (το): 
3104όνομα μικρής ορεινής κοιλάδας (το)Σερνιάλι (το): 
3105Όνομα προκρίτου οικογένιας του πραστούΠολίτα: 
3106ονομαστός (ο)ονομαστέ-ά-έ (ο): 
3107οξύθυμος (ο) , ευερέθιστοςαράθυμο (ο): 
3108όξυνος-η-ο , ξυνός-ή-όξυνέ-ά–έ: 
3109οξύς-εία-ύ , μυτερόςτσουφαρέ-ά-έ: 
3110οπλίζω , εξοπλίζω πλοίο , εξοπλίζω ζώο με τα απαραιτητα εξαρτήματα (σαμάρι)αρματούκου: 
3111όποιαόκοια: 
3112όποιος-α-ο, οπουδήποτεπή: 
3113όποιος-όποια-όποιο (ο)όποιε: 
3114όπουόκια: 
3115όπου , ότανοπή: 
3116όπου και όπουοκιατζόκια: 
3117όπου όπου , παντούόκιαπή: 
3118όπως , καθώςόπου(ρ): 
3119όραση (η)όρασι (α): 
3120ορατός (ο)ορατέ,-ά,-έ (ο): 
3121οργή (η) , θυμόςοργή (α): 
3122οργιά (η)οργύα (α): 
3123οργίζωοργίζου: 
3124οργισμένος (ο)οργιστέ,-ά,-έ (ο): 
3125όργωμα (το)όργουμα (το): 
3126οργώνωκάμου: 
3127οργώνωοργούκου: 
3128όργωσαεκαμέκα: 
3129ορέγομαιορεγγούμενε: 
3130όρεξη (η)όρεξι (α): 
3131ορθός (ο)ορθέ,-ά,-έ (ο): 
3132Οριόντας (ο)Οριόντα (ο): 
3133ορκίζομαιορτζισκούμενε: 
3134όρκος (ο)όρκο (ο): 
3135ορμώρουκίζω: 
3136όρνιο (το)όρνε (το): 
3137ορτύκι (το)ορτύτζι (το): 
3138ορφανός-ή-όορφανέ-ά-έ: 
3139όσος-η-οόσε-ά-ού: 
3140ότανόκα: 
3141ότανόνταν: 
3142ότανόταν: 
3143όταν κάποιος κάνει συνέχεια ερωτήσειςτσεραΐξι (το): 
3144οτιτσί: 
3145ότιότσι: 
3146ότι μένει στο μποστάνι (το)απομποστανίδι (το): 
3147ουρά (η)νουρά (α): 
3148ουρά (η)ουρά (α): 
3149ουράνιος (ο)ουράνιε (ο): 
3150ουρανός (ο)ουρανέ (ο): 
3151ουρλιάζωαυζιντούμενε: 
3152ουρλιάζωουρλίζου: 
3153ούρλιασμα , ωρυγμόςαυρητέ (το): 
3154ούτε , ουδέούτε: 
3155οφθαλμος (ο)ψιλέ ή εψιλέ (ο): 
3156όχθος (ο)όρμο (ο): 
3157όχθος (ο)όχτε (ο): 
3158όχθος (ο)στοχό (ο): 
3159οχιά (η) , έχιδναόχεντρα (α): 
3160οχιά [ Κατάρα] (η)οχία (α): 
3161όψιμος (ο)όψιμο (ο): 
3162οψώνιον (το)ψώνι (το): 
3163παγετός (η) , παγωνιάπαγουνία (α): 
3164παγίδα (η)παγίδα (α): 
3165πάγος (ο)πάγο (ο): 
3166πάγωμα (το) , νάρκωμαμάργουμα (το): 
3167παγωμένος (ο)παγουτέ (ο): 
3168παγώνω , ναρκώνω , αποψύχομαιμαργούνου: 
3169παγώνω , πηγνύωπαγούκου: 
3170παθαίνω δυστυχήμαογρακίχου: 
3171πάθημα (το) , συμφοράπάθημα (το): 
3172πάθος (το)πάθι (το): 
3173παιδάκι (το)καμπζούλι (το): 
3174παιδάκι (το)μιτσούλι (το): 
3175παιδεύω , τιμωρώ , βασανίζωπαιδέγγου: 
3176παιδί (το)καμπζί (το): 
3177παιδί (το)τέκνι (το): 
3178παίζωπαίζου: 
3179παίρνωαζίκου: 
3180παίρνωαρζίκου: 
3181παίρνωαρίκου: 
3182παλαβομάρα (η)παλαβομάγρα (α): 
3183παλαβός (ο) , τρελλόςπαλαβό (α): 
3184παλαβώνω , τρελλαίνωπαλαβούκου: 
3185παλαμάρι (το)παλαμάρι (το): 
3186παλάμη (η)απάμα (α): 
3187παλάμη (η)πάμα (α): 
3188παλάτι (το)παλάκι (το): 
3189παλεύωπαλέγγου: 
3190πάλι , ξανάπάλι: 
3191πάλι , ξανά , επανάληψηαμπάλι: 
3192παλιόγρια (η)κακογραΐδι , η κακογρία (το): 
3193παλιός (ο)παλιέ (ο): 
3194Παλιόχωρα (η)Παλιόχωρα (α): 
3195παλληκάρι (το) , νέος , γερόςπαλληκάρι (το): 
3196παλούκι (το) , πάσσαλοςπάσσακας (ο): 
3197πανδρεύωπανδρέγγου: 
3198πανί (το) , ύφασμαίτε (ο): 
3199παννί (το)χαβδία (α): 
3200πανούκλα (η) , λοιμόςπανιούκα (α): 
3201παντοτεινός-ή -όπαντοκεινέ-ά-έ: 
3202παντούπαντού: 
3203παντρειά (η)πανδρεία (α): 
3204πάνωτάνου: 
3205παξιμάδι (το)φρύσσα (α): 
3206παπαδιά (η)παπαδία (α): 
3207παπαδίστικοπαπαδιχό-ά-ό: 
3208παπαρούνα (η)μακουνία (α): 
3209παπάς (ο)παπά (ο): 
3210πάπλωμα (το)πάπουμα (το): 
3211παπουτσι (το)τσέρβουλε (το): 
3212παππούς (ο)παπού (ο): 
3213παράπαρά: 
3214παραβαίνωπαραβαίνου: 
3215παράβαση (η)παράβαση (α): 
3216παραβάτης (η)παραβάκισσα (α): 
3217παραβάτης (ο)παραβάτα (ο): 
3218παραβγαίνωπαραμπαΐνου: 
3219παραβλέπω , συγχωρώπαραορού: 
3220παραγγελία (η)παραντζελία (α): 
3221παράδεισος (ο)παράδεισε (ο): 
3222παραδέρνωπαραδέρου: 
3223παραδίδωπαραδίου: 
3224παραέξωπαρατάτσου: 
3225παράθυρο (το)πανεθούρι (το): 
3226παράθυρο (το)παραθιούρι (το): 
3227παραιτώ , αφήνωπαραιτού: 
3228παρακαλώπαρακαού: 
3229παρακάμνωπαραποίου: 
3230παρακάτωπαρακάτου: 
3231παράκληση (η)παρακαλοσύνα (α): 
3232παρακούωπαρανοίου: 
3233παραλαμβάνωπεριαβαίνου: 
3234παραλία (η)γιαλέ (α): 
3235παραμελών τον εαυτόν του (ο) , ατημέλητος , ακάθαρτοςδερμελιούρι (ο): 
3236παραμερίζωπαραμερίζου: 
3237παραμερίζωτονιάζου: 
3238παραμέσαπαρατάσου: 
3239παραμιλώπαρανιού : 
3240παραμονεύωπαραμονέγγου: 
3241παραμονή (η)παραμομή (α): 
3242παραμύθι (το)παρανύθι (το): 
3243παράνομος (ο)παράνομο (ο): 
3244παράξενος (ο)παράξενε-ε-ε (ο): 
3245παραπάνωπαρατάνου: 
3246παραπέραπαραπέρε: 
3247παραπονούμαιπαραπονεγγούμενε: 
3248παράς (ο)παρά (ο): 
3249παρασκεύη (η)παράστζι (το): 
3250παρασκευή φαγητού με βούτυρο (η)αρκυσία (α): 
3251παράσπιτο (το)παρατζέλλι (το): 
3252παρασύρω , παρασέρνωπαρασούρου: 
3253παρατρέξιμο (το)παραδράνημα (το): 
3254παρατρέχωπαραδρανίνδου: 
3255παρατρέχωπαρατσάχου: 
3256παρατρώγω , τρώω πολύεππαρατσού: 
3257παραφυλάττωπαραφυάτου: 
3258παραχειμάζωπαραχειμάνδου: 
3259παρδαλός (ο)παρδαλέ -ά -έ (ο): 
3260παρεμπρόςπαραπουρτέσε: 
3261παρηγορωπαρηγορού: 
3262παρθενία (η)παρθενία (α): 
3263παρθένος (ο)παρθένα (α): 
3264παροξυσμός (ο)παραξυσμό (ο): 
3265πασπαλίζω , αλευρώνωπάσσου: 
3266πάσσαλος (ο)πάσσακα (ο): 
3267πάστωμα (το)πάστουμα (το): 
3268παστώνωπαστούκου: 
3269Πάσχα (το)Αμπρία (α): 
3270πασχίζω,προσπαθώπασκίζου: 
3271πάσχω , παθαίνωπαθαίνου: 
3272πατέραςστη γλώσσα των μικρών παιδιώναφέγκη (ο): 
3273πατέραςστη γλώσσα των μικρών παιδιών (ο)τατά (ο): 
3274πατημασιά (η)πατηματία (α): 
3275πάτος (ο)πάτε (ο): 
3276πατρίδα (η)πατρίδα (α): 
3277πατριώτης (ο)πατριώτα (ο): 
3278πατώπατού: 
3279πάτωμα (το)πάτουμα (το): 
3280πατωμενη καμάρα (η)πάρι (α): 
3281παύω να έχω σύκααποσάζου: 
3282παχαίνωπαχαίνου: 
3283πάχνη (η)πάχνη (α): 
3284πάχνη (η)τσάφι (το): 
3285παχνί (το)παχνί (το): 
3286πάχος (το)πάχι (το): 
3287παχουλό γουρουνάκι (το)μπουζάτζι (το): 
3288παχύς (ο)παχείε (ο): 
3289παχύς (ο)χονδρέ (α): 
3290παχύς (ο) , εύσωμος , σωματώδηςαρούκατε (ο): 
3291πεζούλι (η)δάμακα (ο): 
3292πεθαίνωπενάκου: 
3293πέθαναεπενάκα: 
3294πεθερά (η)πεθερά (α): 
3295πεθερός (ο)πεθερέ (ο): 
3296πείνασαεπεινάκα: 
3297πεινώκεινού: 
3298Πειραιάς (ο)Περαιά (ο): 
3299πεισματώνω μαλώνονταςβρωμουκούμενε: 
3300πέλαγος (το)πέαγο (το): 
3301πελεκώπελεκού: 
3302πέμπτος (ο)πέντατε (ο): 
3303πέντε (το)πέντε (το): 
3304πεπόνι (το)ποπόνι (το): 
3305πέραπέρε: 
3306περασμένοςφτακλήσαρε: 
3307περαστικός (ο)περαστζικό (ο): 
3308πέρδικα (η)πέντζικα (α): 
3309περιβάλλω , σκεπάζωσαγιάζου: 
3310περιβολάρης (ο)περβοάρι (ο): 
3311περιβόλι (το)περιβόλι (το): 
3312περιγελώ , κοροϊδεύωαναγεού: 
3313περιγιάλι (το)περιγιάλι (το): 
3314περιμένωαντεχούμενε: 
3315περιμένωπαντέχου: 
3316περιμένω , προσδοκώαπαντέχου: 
3317περιμένω με ανυπομονησία κάτιπαρανέχου: 
3318περιοχη άνω ΤυρούΚοτσινέϊκα: 
3319περιοχή του Λεωνιδίου (η)Σάλα (α): 
3320περιπαίζω , περιγελώαναμπαίζου: 
3321περιποίηση ασθενούς (η)τζίβεμα (το): 
3322περιποιούμαικαοέχου: 
3323περιποιούμαι , βοηθώ έναν άρρωστοτζιβέγγου: 
3324περιποιούμαι , ευνοώαποέχου: 
3325περισσεύωπερσέγγου: 
3326περισσότεραπλέτερα: 
3327περιφέρομαι ενοχλητικάβεργογού: 
3328περιφρόνηση (η)καταφρόνησι (α): 
3329περνώαπεραΐχου: 
3330περνώπεραΐχου: 
3331περνώπερού: 
3332περονιάζω , σουβλίζωπερονιάζου: 
3333πέταλο (το)πέταλε (το): 
3334πεταλούδα (η)ψουχαρούδα (α): 
3335πεταλούδα του μεταξοσκώληκα (η) , νυχτερίδαλυχκήρα (α): 
3336πέταμα,ρίξιμο με ορμή (το)βρουντούζισμα (το): 
3337πεταμένος με ορμή (ο)βρουντουζιστέ (ο): 
3338πετάωανεμούκου: 
3339πετάω το κοντάρικονταρέγγου: 
3340πετεινός (ο)βούλε (ο): 
3341πέτρα (η)πέτσε (ο): 
3342πέτρα κοίλη (η) , τρύπα στο έδαφοςγράβα (α): 
3343πετρίτσα (η)πετσάρι (το): 
3344πετσέτα φαγητού (η)μπόλια (α): 
3345πετυχαίνωπιτυχαίνου: 
3346πετώπετού (α): 
3347πετώ , ρίχνω κάτιαποτείνου: 
3348πετώ με ορμήβρουντουζίζου: 
3349πεύκινος (ο)πεύτζινε (ο): 
3350πεύκο (το)πεύκο (ο): 
3351πήγαεζάκα: 
3352πηγάδι (η)κηγάδι (το): 
3353πήγαιμα (το)ζάμα (το): 
3354πηγαιμένος (ο)ζακού (ο): 
3355πήγαινεέντζε: 
3356πήγαινεχάγκε: 
3357πηγαίνωέγκου: 
3358πηγούνι (το) , κάτω σαγόνικατασάγονε (το): 
3359πηδώασπηδού: 
3360πήζωπάσσου: 
3361πήλινο αγγείο για λάδι (το)ρογί (το): 
3362πήλινο κανάτι (το)κουνία (α): 
3363πηλός (ο)πηλέ (ο): 
3364πήραάγκα: 
3365πήραάγκα: 
3366πηρούνι (το)κηρούνι (το): 
3367πηχτός (ο)πητέ (ο): 
3368πήχυς (ο)πήχα (α): 
3369πιάνομαι απο κάπουαγκραίνου: 
3370πιάνω,αρχίζωκιάνου: 
3371πιασμένος (ο)κιατέ (α): 
3372πιατάκι (το)πιατάτζι (το): 
3373πιάτο (το)πιάτε (το): 
3374πίκρα (η)κίκρα (α): 
3375πικραίνωκικραίνου: 
3376πικραμυγδαλιά (η)κικρονυγδαλία (α): 
3377πικραμύγδαλο (το)κικρονύγδαλε (το): 
3378πικροδάφνη (η)δαφνία (α): 
3379πικροδάφνη (η)κικροδαφνία (το): 
3380πικρός (ο)κικρέ (ο): 
3381πινακίδα (η)κινακίδα (α): 
3382πινακωτή (η)πινακουτά (α): 
3383πιναρός (ο)πιναρέ (ο): 
3384πίνω με την γλώσσαλάφου: 
3385πίπτω,πέφτω , πέφτωτσιτένου: 
3386πισινός (ο)κισινέ (ο): 
3387πίσσα (η)κίσσα (α): 
3388πιστεύωθαρού: 
3389πιστεύωκιστίου: 
3390πίστη (η) , θρησκείακίστι (α): 
3391πίσω (η)κίσου: 
3392πίτα (η)πάτα (α): 
3393πίτα (η) , πλακόπιτακήτα (α): 
3394πίτουρο (το)κίτουρε (το): 
3395πιώσιμο (το)κίμα (το): 
3396πλάγι (το)πλεάρα (α): 
3397πλάγι πλάγιπραγιανά: 
3398πλαγιάζωπραγιάζου: 
3399πλάθωπράσσου: 
3400Πλάκα (η)Πάκα (α): 
3401πλακώνωπακούνου: 
3402πλασμένο (το)πρατέ-ά-έ (ο): 
3403πλαστής (ο)πηταόκαλε (το): 
3404πλαταίνω , ευρύνω , μεγαλώνωπραταίνου: 
3405πλάτανος (ο)πατάνα (α): 
3406Πλάτανος (ο)Πάτανε (ο): 
3407πλατόφυλλος (ο) , πλατύφυλλοςπρατοφύλι (ο): 
3408πλατύς-εία-ύ (ο)πρατείε -τεία-κιού (ο): 
3409πλατύτερος (ο)πράκιου (ο): 
3410πλέκωπρέγου: 
3411πλεμμόνι (το)πλεμμόνι (το): 
3412πλένω , αποπλύνω , ξεπλένωκρύζω: 
3413πλένω με μόσκομοσκοκρίζου: 
3414πλεξούδα (η)πρεξίδα (α): 
3415πλέονπλέα: 
3416πλευρά (η)πράκα (α): 
3417πλευρόν (το)πλευρέ (το): 
3418πλέωπλέου: 
3419πλέω , κολυμπώαπλέου: 
3420πλέω με όλα τα άρμενα , αρμενίζωαρμενίζου: 
3421πληγή (η)πληγά (α): 
3422πληγώνωπληγούκου: 
3423πλήθος (το)πλήθι (το): 
3424πλημμύρα (η)πολυμπρία (α): 
3425πληρωμή (η)πλερωνή (α): 
3426πληρώνωπλερούκου: 
3427πλησιάζωκοντέγγου: 
3428πλουμίδι (το)πουνίδι (το): 
3429πλουμίζωπουνίζου: 
3430πλούσια νύφη (η) , νύφη αρχόντισσααρχοντονύθη (α): 
3431πλούσιος (ο)πλούσιε (ο): 
3432πλουτίζω , πλουταίνωπλουτέγγου: 
3433πνέω , αναπναίω , ανασαίνωπνέου: 
3434πνίγω , στραγκαλίζω , κατακλυζωπρίνδου και πρίγγου: 
3435πόδι (το)πόϊ (το): 
3436πόδι (το)πούα (ο): 
3437ποδόγυρος (ο)ποδόγιουρε (ο): 
3438ποθώποθού: 
3439ποιός (ο)περ αντί ποιερ (ο): 
3440ποιός-α-οποίε-α-ου: 
3441πόλεμος (ο)πόλεμο (ο): 
3442πολεμώπολεμού: 
3443πόλις,πολιτεία (η)χώρα (α): 
3444πολίτης (ο)πολίτα (ο): 
3445πολλές βρισιέςβζισίδι (το): 
3446πολύπάσου: 
3447πολύ αδύνατος (ο) , κουρασμένοςαποτσυγουτέ (ο): 
3448πολύ αλμυρό (το)αρτσέντο (ο): 
3449πολύ αλμυρό κουλούρι (το)αρμεροκούλουρε (το): 
3450πολύ καλός (ο)πεντάκαλε (ο): 
3451πολύ μεγάλη (η)ατσόζα (α): 
3452πολύ μελαχρινός (ο) , μαύροςαραποσάβανε (ο): 
3453πολύ νερουλός χυλός (ο)λάμα (α): 
3454πολύ πρωΐσυνταχούλια: 
3455πολυκαιρία (η)πολυντζαιρία (α): 
3456πολυλογάς (ο) , φλύαροςαποαλητέ (ο): 
3457πολυξερος (ο)πολύξερε (ο): 
3458πολύς -ή -ύ (ο)πάσε-α -ου (ο): 
3459πολύς-η πολλή το πολύ (ο)περσέ -ά -ού (ο): 
3460πολυχρονεμένος (ο)πολυχρονευτέ,-ά,-έ (ο): 
3461πομπεύωπομπέγγου: 
3462πονεμένος (ο)μοζατέ-ά-έ (ο): 
3463πόνεσαεμοζάκα: 
3464πονηριά (η)πονηράδα (α): 
3465πονηρός (ο)πονηρέ,-ά,-έ (ο): 
3466πόνος (ο)μόζαμα (το): 
3467πόνος (ο)πόνε (ο): 
3468ποντικάκι (το)πογκικούλι (το): 
3469ποντίκι (το)αρπετέ (το): 
3470ποντικός (ο)πογκικό (ο): 
3471πονώμοζού: 
3472πορδή (η)πουνδά (α): 
3473πορδίζω (η)πουντζίζου (α): 
3474πορεία εντός του χωριού (η)ρούγα (α): 
3475πορνεύωπορνέγγου: 
3476πόρτα (ο)πόρε (ο): 
3477πόσοςπόσε: 
3478ποσότητα μαλλιού για την ρόκα (η)αμνί (το): 
3479ποταμάκι (το)ποταμούτσι (το): 
3480ποταμός (ο)ποταμό (ο): 
3481πότεπότε: 
3482ποτήρι (το)ποκήρι (το): 
3483ποτίζωποκίχου: 
3484ποτιστικός (ο)ποκιστικό (ο): 
3485ποτίστρα (η)ποκίστρα (α): 
3486ποτό (το) , πιοτόκιωτέ (το): 
3487πούκια: 
3488που δε φτουράει , άφτουροςάφτουρε (ο): 
3489που δεν σαλαγήθηκε (ο)ασάλητε (ο): 
3490που δεν σιχαίνεταιασίχιατε (ο): 
3491που να μη χαρείςαχαίζητε (ο): 
3492πουγγί (το)πούγγα (α): 
3493πουθενάκήπτα: 
3494πουλάκι (το)πουλάτζι (το): 
3495Πούλεια (η)Πούλεια (α): 
3496πουλί (το)πουλί (το): 
3497πούλιθραΠούλιχρα: 
3498πουλώπου: 
3499πουλώπού: 
3500πουνέντες (ο) , δυτικός άνεμοςκαταό (ο): 
3501πούπουλο (το)πούπουλε (το): 
3502πράγμα (το)πράμα (το): 
3503πράγμα σιχαμερόσίχαμα (το): 
3504πράγμα χαλασμένο (το)χάρβαλε (το): 
3505πράγματα , είδη , έπιπλαείδητα: 
3506Πραγματευτή (η)Πραματευτά (α): 
3507πραγματευτής (ο)πραματευκή (ο): 
3508πραγματικάαληθινά: 
3509πραμάτια (η)πραμακεία (α): 
3510πράσινη σαύρα (η)γαϊρουκοστέρα (α): 
3511πράσινος-η-οπράσινε-ε-ε: 
3512Πραστιώτικος (ο)Πραστζιώτσιχο (ο): 
3513Πραστός (ο)Πραστέ (ο): 
3514Πρέγασος (ο)Πρέγασε (ο): 
3515πρέπειπρέπουντα: 
3516πρήσκομαι , εξογκούμαι , φουσκώνωπρησκούμενε: 
3517πρίνπρίν: 
3518πρίν από αρκετή ώρααποταποούρα: 
3519πρίν απο λίγη ώρα , προτύτερααποούρα: 
3520πριν χαράξειαχάρατα: 
3521πρινοκόκκι (το)πρινόκοκο (ο): 
3522πρίνος (ο) , πουρνάριπρίνε (ο): 
3523προβάλλωπροβάνου: 
3524προβατίνα (η)μηλιόρα (α): 
3525προβατίνα (η)προβατίνα (α): 
3526πρόβατο (το)προύατε (το): 
3527πρόβατο ή γίδα δύο ετών (το)δευτέρι (το): 
3528πρόβατο που έχει μαύρο χρώμα στο κεφάλι (το)βάκρινε (ο): 
3529προγαμιαία δωρεά (η)παλληκαριάτικο (το): 
3530προγιαγιά (η)παραμαμμού (α): 
3531προγονή (η)προγονά (α): 
3532πρόγονος (ο)προγονέ (ο): 
3533προετοιμάζωπροεκοιμάζου: 
3534πρόθυμος (ο)πρόθυμο (ο): 
3535προκόβω , κάνω προόδουςπροκόφου: 
3536προκοπή (η)ασελί (το): 
3537προκοπή (η) , πρόοδοςπροκοκή (α): 
3538προξενητής (ο)προξενηκή (ο): 
3539προξενήτρια (η)προξενήτρα (α): 
3540προπάππους (ο)παραπάππου (ο): 
3541προς τα εκεί , εκείθενκαταπά: 
3542προσεύχομαιδεουμένε: 
3543πρόσεχεβάρδα (α): 
3544προσεχτικός (ο)προσεχτικό-ά-ό (ο): 
3545προσέχωπροσέχου: 
3546προσκολλώμαι , πιάνομαι , κολλάωαγκούκου: 
3547προσόψιο (το) , η πετσέταβαγιόλι (το): 
3548προστατεύωπροστατέγγου: 
3549προστάτης (ο)προστάτα (ο): 
3550προσφέρωπροσφερίκου: 
3551προτιμώπροκιμού: 
3552προφητεία (η)προφηκεία (α): 
3553προφητεύωπροφητέγγου: 
3554προφήτης (ο)προφήτα (ο): 
3555προφθάνω , προφταίνωπρουταίνου: 
3556προφορά (η)προφορά (α): 
3557προχτέςτατσιπέρι: 
3558πρωίσύνταχα: 
3559πρώταπρώτα: 
3560πρωτόγαλα (το)κουράστρα (α): 
3561πρώτος,-η -ο (ο)πρώτε,-α,-πρώκιου (ο): 
3562πρωτοφανής (ο)προφαντέ,-ά,-έ (ο): 
3563πρωτύτεραπρωτούτερα: 
3564πτέρνα (η)φτέρνα (α): 
3565πτόηση (η)φτόησι (α): 
3566πτώση (η)τσύταμα (το): 
3567πτωχαίνωφτωχαίνου: 
3568πτωχόςφτωχό ,-ά, -ό (ο): 
3569πυκνός (ο)κυκνέ (ο): 
3570πυκνός λόγκος (ο)ρομάνι και το ρουμάνι (το): 
3571πύον (το)πούϊ (το): 
3572πυράκανθα (η)μουρτζία (α): 
3573πύργος (ο)κύργο (ο): 
3574πυρετός (ο)κιαμό (ο): 
3575πύρωμα (το)κύρουμα (το): 
3576πυρώνω , ζεσταίνωκυρούκου: 
3577πυτιά (η)τάνη (α): 
3578πωλητής (ο)πουληκή (ο): 
3579πωλήτρια (η)πουλήτρα (α): 
3580πώςπού: 
3581ραβδί (το)ραβδί (το): 
3582ραβδίζωραβδίζου: 
3583ραγδαία βροχή (η)ρική (α): 
3584ραγίζωραγίζου: 
3585ραδίκι (το)ροϊδίτζι (το): 
3586ραντίζωραγκίζου: 
3587ραπάνι (το)ράπανε (το): 
3588ράπτωσάφου: 
3589ράσο (το)ράσε (το): 
3590ράσο του παπά (το)μπινίσι (το): 
3591ραφή (η)ραθή (α): 
3592ραφή ενος υφάσματος (η)σαβά (α): 
3593ραχοκοκκαλιά (η) , σπονδυλική στήληκαταρραχία (α): 
3594ρεβίθι (το)ροϊδίθι (το): 
3595ρείκι (το)ρείτζι (το): 
3596ρεματαριά (η)μουκάλα (α): 
3597ρεματιά (η) , χαράδραγάσα (α): 
3598ρεμπελεύωρεμπελίου: 
3599Ρεποντίνα (η)Ριπογκίνα (α): 
3600ρετσίνα (η)ρετσίνα (α): 
3601ρευματισμός (ο)ρεμακικό (το): 
3602ρέωσέου: 
3603ρέω , για ξύλινα δοχεία που είναι τρύπιαπρέου: 
3604ρέω , κυλάωσέου: 
3605ρημάζωρημάζου: 
3606ρηχός (ο)αναχλέ (ο): 
3607ρηχός (ο)ρηχό-ά-ό (α): 
3608ρίγανη (η)ρούγανι (α): 
3609ρίζα (η) , η ρίζα των δέντρων και των φυτώνσίνδα (α): 
3610ρίζα έξω από το έδαφος (η)ξώσινδα (α): 
3611ρίζα του αυτιού (η)σινδοβότανε (το): 
3612ριζώνωσινδούκου: 
3613ρίζωσαεσινδούκα: 
3614ρίχνομαιξερισκούμενε: 
3615ρίχνωξερίχου: 
3616ρίχνω σπόρουςσπουρίχου: 
3617ρόγχος του θανάτου (ο)ρουχάλι (το): 
3618ροδακινιά (η)ροδατζινία (α): 
3619ροδάκινο (το)ροδάτζινε (το): 
3620ροδάμι (το)ροδαμό (ο): 
3621ρόδι (το)ρόϊδι (το): 
3622ροδιά (η)ροϊδία (α): 
3623ρόδινο,κόκκινο (το)βερζί (το): 
3624ροδοκόκκινος (ο)ροδοκότσινε-ε-ε (ο): 
3625ρόζος (ο)ρόζε (ο): 
3626ρόκα (η)ερόροκα (α): 
3627ρόκα (η)ρόκα (α): 
3628ρόκα για τις τρίχες των γιδιών (η)τσιχόροκα (α): 
3629ροκάνι (το)ρουκάνι (το): 
3630ροκανίζωρουκανίνδου: 
3631Ροντινό (το)Ρεογκινέ (το): 
3632ρουθούνι (το)θρούνι (το): 
3633ρουφώρουφού: 
3634ρουχαλητό (το)ρουχαλιτέ (ο): 
3635ροφός (ο)ρουφό (ο): 
3636ροχαλίζωρουχαλίνδου: 
3637ρυάκι (το)ράτζι (το): 
3638ρύζι (το)ρύζι (το): 
3639ρώγα (η)ρώγα (α): 
3640ρωθωνίζωθρουνίζω: 
3641ρωτώερωτού: 
3642σάβανο (το)σάβανε (το): 
3643σαβανώνωσαβανούκου: 
3644σάββατον (το)σάμπα (α): 
3645σαβούρα (η)σαβούρα (α): 
3646σαγόνι (το)σταγόνι (το): 
3647σαΐτα (η)σαγιτά (α): 
3648σάκος (ο)σάκο (ο): 
3649σάκος (ο)ταγάρι (το): 
3650σαλέπι (ποτό) (το)σαλέπι (το): 
3651σαλεύω , κινώ , κινούμαισαλέγγου: 
3652σαλεύω τα γιδοπρόβατασαού: 
3653σάλεψαεσαλεύα: 
3654σαλιάρης (ο) , φλυαρόςσαλιάρι -ρα -ρικο (ο): 
3655σάλιο (το)σάλι (το): 
3656σανσαν: 
3657σανίδα (η)σανία (α): 
3658σαπίζομαισαπρίου: 
3659σαπίζωσαπραΐχου: 
3660σαπίζω τελείοςαποσαπζίου: 
3661σαπίλα (η)σαπρία (α): 
3662σάπιος (ο)σάπρε (ο): 
3663σαποκωλιάζωσαπροκωλίου: 
3664σαπούνι (το)σαπούνι (το): 
3665σαπουνίζωσαπουνίζου: 
3666σάρα , επικίνδυνο πέρασμασαλία (ο): 
3667σαράκι (το)κόκηκα (ο): 
3668σαράκι (το)σάρακα (ο): 
3669σαρακοστή (η)σαρακοστά (α): 
3670σαράντασαράντα: 
3671σαρανταήμερο (το)σαραντάημερε (το): 
3672σάρκα (η)σάρκα (α): 
3673σαρκώνωσαρκούκου: 
3674σαρώνωσαρούκου: 
3675σάρωσαεσαρούκα: 
3676σατανάς (η) , διάβολοςσατανά (ο): 
3677σαχλόςσαχλέ-ά-έ: 
3678σβάρνα (η)ζβάρνα (α): 
3679σβέρκος (ο)κούρκικα (ο): 
3680σβήνωπουνδέχου: 
3681σε ένα μέροςμονομερία: 
3682σεβασμός (ο)σέβασι (α): 
3683σειρά (η) , γραμμήαράδα (α): 
3684σεληνιάζομαισεληνιασκούμενε: 
3685σεληνιασμός (ο)σεληνιασμό (ο): 
3686σέλλα (η)σέα (α): 
3687σεντούκι (το)σεντούτζι (το): 
3688Σεπτέμβριος (ο)Σοτέμβρι (ο): 
3689σερβίρισμα (το)παράθεμα (το): 
3690σερβίρωπαραθένου: 
3691σέρνωσούρου: 
3692σέσκουλε είδος λαχανικού (το)σέσκουλε (το): 
3693σήκαλη (η)σήκαλι (α): 
3694σήκωέτα: 
3695σηκώθηκαετάκα: 
3696σηκώνομαιταίνου: 
3697σηκώνω τελείως , ξεσηκώνωαποταΐχου: 
3698σήκωσαεταΐα: 
3699σήμα (το) , σημάδι , γνώρισμασημάδι ή σημάϊδι (το): 
3700σημαίνωσημαίνου: 
3701σημειωμένος (ο) , ανάπηροςπαράσημο (ο): 
3702σήμερα το πρωίτα σύνταχα: 
3703σημερινός (ο)σαμαρινέ -ά -έ (ο): 
3704σήμερονσάμερε: 
3705σιγάαφρά: 
3706σιγάσιγά: 
3707σιγηλός (ο)σιγαλέ (ο): 
3708σιδεράκι (το)σιδεράτζι (το): 
3709σιδερένιος (ο)σιδερένιε (ο): 
3710σίδερο (το)σίδερε (το): 
3711σιδερωστιά (η)κιάνα (α): 
3712σιμιγδάλι (το) , σταροκρίθαροζνιγάδι (το): 
3713σιούτος (ο)σούτε (ο): 
3714σίτα (η)κρησάρα (α): 
3715σιφώνι (το)σίφωνα (ο): 
3716σιχαίνομαισιχαινούμενε: 
3717σιχαμερός (ο)σιχαμερέ,-ά,-έ (ο): 
3718σιχασιά (η)σιχασία (α): 
3719σιώπησαεσωπάκα: 
3720σιωπώσιγίζου: 
3721σκάβωσκάφου: 
3722σκάζωκράνδου: 
3723σκάλα (η)σκα (α): 
3724σκαλώνω , σκαρφαλώνω , αναρριχώμαισκαούκου : 
3725σκάλωσαεσκαούκα: 
3726σκάνδαλο (το)σκάνδαλε (το): 
3727σκαντζόχοιρος (ο)σκαντζόχιουρε (ο): 
3728σκάσιμο των χειλιών από το κρύο (το)βόρισμα (το): 
3729σκασμένος (η)κρατέ (ο): 
3730σκατζόχοιρος (ο)σκατζόχιουρε (ο): 
3731σκατό (το)σκατέ (το): 
3732σκάφη (η)κούβαλε (ο): 
3733σκάφη (η)σκάφη (α): 
3734σκεπάζομαμπετσίμενε: 
3735σκεπάζωμπέχου: 
3736σκεπάζωστζεπάχου: 
3737σκεπάρνι (το)στζέπαρνε (το): 
3738σκεπαρνιά (η)στζερπανία (α): 
3739σκέπασαεμπέα: 
3740σκέπασμα (το)μπέτσιμο (το): 
3741σκέπασμα (το)πούμα (το): 
3742σκέπασμα από τρίχες γιδών (το)σάγισμα (το): 
3743σκεπή σπιτιού (η)στζέκη (α): 
3744σκέπτομαιστοχασκούμενε: 
3745σκέψη (η) , ο στοχασμόςστόχασι (α): 
3746σκιά (η) , το ψάθινο καπέλοστζάδα (α): 
3747σκιάζω , αποσκιάζωαποστσάζου: 
3748σκίζα (η)κρανίδα (α): 
3749σκίζα (η) , Ξύλο σκισμένοστζίζα (α): 
3750σκίζωστζίζου: 
3751σκίνος (ο) , σχίνοςτσίνε (α): 
3752σκλάβα (η)σκάβα (α): 
3753σκλαβιά (η)σκαδία (α): 
3754σκλάβος (η)σκάδο και σκάβο (ο): 
3755σκληρός (ο)βάρβαρε (ο): 
3756σκνίπα (η)κρίπα (α): 
3757σκοινί (το)σκοινί (το): 
3758σκοινί με το οποίο σέρνουμε, δεμένο από τα κέρατα (το)βοϊδόδεμα (το): 
3759σκοινί που κρατεί το βρακί (το)βρακοζούνι (το): 
3760σκοινί τρίχινο συνήθως (το)βασταγό (ο): 
3761σκόνη (η)σκόνι (α): 
3762σκοντάφτωσκοντάφου: 
3763σκορδαλιά (η)σκορδαλία (α): 
3764σκόρδο (το)σκούνδι ή σκούντι (το): 
3765σκορπιδόχορτο (το)σκορπιδάτζι (το): 
3766σκορπίζω , διασπείρω , διασκορπίζωσκορκίχου: 
3767σκοτεινιάζωσκοτεινιάζου: 
3768σκοτείνιασμα (το)ψίφουμα (το): 
3769σκοτείνιασμα (το) , σουρούπωμααψίφουμα (το): 
3770σκοτεινός (ο)ψιφουτέ (α): 
3771σκοτεινός-ή-ό (ο)σκοτεινέ-ά-έ (ο): 
3772σκοτώνωπεναΐχου: 
3773σκοτώνω , φονεύωσκοτούνου: 
3774σκούζω , φωνάζωβαΰνδου: 
3775σκουλαρίκι (το)σκαρίτζι (το): 
3776σκουλήκι (το)κώακα (ο): 
3777σκουληκιάζωκωατζίου: 
3778σκουντώ , σπρώχνω , προωθώσκουγκίχου: 
3779σκούπα (η)σκούπα (α): 
3780σκουπίδι (το) , σαρίδισούκι (το): 
3781σκουπίζωψαίνου: 
3782σκούπισαεψάκα: 
3783σκουπισμένος (ο)ψατέ (ο): 
3784σκουριά (η)ζγουρία (α): 
3785σκουριάζωζγουράζου: 
3786σκουριάζωζγουρίου: 
3787σκουριάζωσκουρνίου: 
3788σκούρκος (ο)ασκούρκο (ο): 
3789σκουτέλα (η) , η τσανάκασκουτέα (α): 
3790σκουτελάκι (το)σκουντεάτζι (το): 
3791σκουφιά (η)σκούθια (α): 
3792σκρόφα (η)σκούρφα (α): 
3793σκύβωσκιούφου: 
3794σκύλα (η)κουνάρα (α): 
3795σκυλάκι (το)κουλούκι (το): 
3796σκύλλα (η)στζύα (α): 
3797σκυλλάκι (το) , κουτάβικουνάρι (το): 
3798σκυλλοκρομμύδι (το)κρεμμούνα (α): 
3799σκυλλόχορτο (το) , σκυλλοβότανοκουνουσάρα (α): 
3800σκύλος (ο)κούε (ο): 
3801σκύλος μελανωπόςμούργο (ο): 
3802σκυλότριχα (η)κουνότσιχα (α): 
3803σκωταριά (η) , τα εντόσθιασκωταριά (α): 
3804σοβαράβαρία: 
3805σούβλα (η) , ο οβελόςσούγα (α): 
3806σούπα με ψωμί (η)πανάδα (α): 
3807σουπιά (η)σουπία (α): 
3808σούρωμα (το) , διήθησηάσημα (το): 
3809σουρωμένος (ο)ασητέ (ο): 
3810σουρώνωσουρούνου: 
3811σουσάμι (το)σουσάνι (το): 
3812σπάγγος (ο)γκιούλι (το): 
3813σπάζωσπάζου: 
3814σπάζω , κομματιάζω , τσακίζωκατσοποϊχου: 
3815σπάθα του αρότρου (η)σπάθα (α): 
3816σπαθί (το)σπαθί (το): 
3817σπανάκι (το)σπανάτζι (το): 
3818σπάραχνα , βράγχιασπάραχνε (το): 
3819σπάρτινος (ο)πάντζινε,-ε,-ε (ο): 
3820σπάρτο (το)πάντι (το): 
3821σπάσιμο (το) , τσάκισμακάτσουμα (το): 
3822σπασμός (ο)σπασμό (ο): 
3823σπασμός (ο)φεαχτέ (ο): 
3824σπάταλος άνθρωπος (ο)ξεδρεμελιουράρι (ο): 
3825σπαταλώασωτέγγου: 
3826σπάω , τσακίζωκατσούνου: 
3827σπέρμα (το) , ο σπόροςπράμα (το): 
3828σπέρνωπείρου: 
3829σπέρνω αραιάαζοπείρου: 
3830σπήλαιο (το)σπηλία (α): 
3831σπίθα (η)σπίθα (α): 
3832σπιθαμή (η)σπιθαμά (α): 
3833σπίνος (ο)σπινιούρι (το): 
3834σπιτάκι (το)τζεάρι (το): 
3835σπιτάρα (η) , σπιταρόνατζεάρα (α): 
3836σπλαχνίζομαισπλαχνισκούμενε: 
3837σπλάχνο (το)σπλάχνε (το): 
3838σπλήνα (η)σπιλήνα (α): 
3839σπόνδυλος ραχοκοκαλιάς (ο)πόνδυλε (ο): 
3840σπόρος (ο)πούρε (ο): 
3841σπουργίτης (ο) , αγριοπούλιαγροπούλι (το): 
3842σπουργίτι (το)αγζοπούλι (το): 
3843σπυρί (το)σπυρί (το): 
3844σταγόνα βροχής (η)ψιχάλι (το): 
3845σταθερός (ο) , ευσταθήςσταθερέ (ο): 
3846στάλα (η)κιαούα (α): 
3847στάλα (η) , λίγοτσαούα (α): 
3848σταλίζω , αναπαύομαι κυρίως για ζώασταλιάζου: 
3849στάλσιμο (το)απόλυμα (το): 
3850Σταματίνα (η)Σταματού (α): 
3851Σταμάτιος (ο)Σταμάκι (ο): 
3852σταματώσταμακίχου: 
3853σταματώσταματού: 
3854στάμνος (η)σταμνί (το): 
3855στανιό (το)τανέο (το): 
3856σταύλος (ο)εμποκό (ο): 
3857σταυρός (ο)σταυρέ (ο): 
3858σταυρώνωσταυρούκου: 
3859σταυρώνω , τυλίγω σταυρωταβρακούκου: 
3860σταφίδα (η)κιαθία (α): 
3861σταφύλι (το)βότσε (ο): 
3862σταφυλίτης (ο)σταφυλίτα (ο): 
3863σταχτερό πουλί (το)σποϊλιάρι (ο): 
3864στάχτη (η)σποΐα (α): 
3865στάχτη (η) , πολύ καμένοσκούρμο (ο): 
3866σταχτόπαννο (το)παννιάρα (α): 
3867σταχτύς (ο)σποΐλωπο: 
3868στεγνώνωστεγνούκου: 
3869στεγνώνωψαχνίζου: 
3870στείβωστείφου: 
3871στείρα (η)στέρφα (α): 
3872στείρα (η) , στέρφαμαρμάρα (α): 
3873στέκω , στέκομαιστέκου: 
3874στενάζωστενάζου: 
3875στενόφυλλος (ο)στενοφύλι (ο): 
3876στενοχωρήθηκα , θύμωσαεχολιάκα: 
3877στενόχωρος (ο)στενόχωρε (ο): 
3878στενοχωρώστενοχωρού: 
3879στέργωστεργούμενε: 
3880στερεώνωστερούκου: 
3881στέρηση (η)στέρηση (α): 
3882στεριά (η)στερήα (α): 
3883στέρνα (η)στέρνα (α): 
3884στεφάνι (το)στεφάνι (το): 
3885στεφάνι βαρελιού (το)βίρι (το): 
3886στεφανώνωστεφανούκου: 
3887στήθος (το)στήθι (το): 
3888στημόνι (το)τάμο (ο): 
3889στηντα και τάν: 
3890στήνω , τοποθετώσταλίχου: 
3891στηςτα και τάρ: 
3892στοά μέσα στη γη (η)γαλαζία (α): 
3893στοίβα (η)στασία (α): 
3894στοιχειόο (το) , το φάντασμαστοιχείε (το): 
3895στοίχημα (το)στοίχημα (το): 
3896στολίδι (το)στολίδι (το): 
3897στολίζωστολίζου: 
3898στόμα (το)στούμα (το): 
3899στόμα (το)τούμα (το): 
3900στομάχι (το)στομάχι (το): 
3901στομώνω , χορταίνωστομούκου: 
3902στουπί (το)στούπα (α): 
3903στούπι (το)στουκί (το): 
3904στραβόκαρφο (το) , καρφί για να κρεμάσουμε κάτιάγκραμα (το): 
3905στραβοκοιτάζωστραβοξεικάζου: 
3906στραβολαίμιασαεσοφωνία: 
3907στραβολεμιάζω , στρεψαυχενίζωσοφωνίζου: 
3908στραβομάρα (η)σταβουμάγρα (α): 
3909στραβώνωστραβούκου: 
3910στραβώνω τελείωςαποστραβούκου: 
3911στραγάλι (το)ασαγάλι (το): 
3912στραγγίζω , σουρώνωστραντζίχου: 
3913στραμπουλίζω , στραγγουλίζωστραμπουλίζου: 
3914στρατιώτης (ο)στρακιώτα (ο): 
3915στρατός (ο)αστσέζι (το): 
3916στρεβλός (ο) , τυφλόςστραβό,-ά,-ό (ο): 
3917στριβωσούφου: 
3918στρόβιλος (ο) , γρήγοραβρουντούρα (α): 
3919στρογγυλεύωστροντζυλέγγου: 
3920στρογγυλός (ο)στροντζυλέ,-τζυά,-τζυλέ (ο): 
3921στρούγγα (η)στρούγγα (α): 
3922στρόφαλος εργαλειού (ο)είλιστρε (το): 
3923στρυμώχνωστρυμούκου: 
3924στρώμα (το)ματαράτζι (το): 
3925στρώνωστρούνου: 
3926στύλος (ο) , ο κίουλε , πάσσαλοςτσούλε (ο): 
3927στύλος (ο) , πάσσαλοςκιούλε (ο): 
3928στυλώνω , στηρίζω με ξύλοστυούκου: 
3929συγγένεια (η)δικοσύνα (α): 
3930συγκρούωκουτουλίζου: 
3931συγκρούω τα ξύλα της φωτιάς για να αναπτυχθεί φλόγασυκρούκου: 
3932συγνώμη (η)συχώρεσι (α): 
3933συγχύζωσυχύζου: 
3934συγχώρασκώρε: 
3935συκιά (η)συντζά (α): 
3936σύκο (το)σούκο (το): 
3937συκοφάντρια (η)αθιογίστρα (α): 
3938συκώτι (το)σκώκι (α): 
3939συλογίζομαι , σκέπτομαισυννοϊνδούμενε: 
3940συμμαζεύομαι , συστέλλομαιζαρούνου: 
3941συμμαζεύω , συγκεντρώνωσυμμαζούκου: 
3942συμμετέχων σε γάμο (ο)γαμιώτα (ο): 
3943συμπαθώσυμπαθού: 
3944συμπεραίνω , διαμορφώνωακεικάζου: 
3945συμπεραίνω , υποθετωσυνεικάζου: 
3946συναγρίδα+ (η)συναγρίδα (α): 
3947συνάζω , συναθροίζω , συγκεντρώνωσυνάζου: 
3948συνάχι (το)συνάχι (το): 
3949συνεννοούμαιαπονοϊκούμενε: 
3950συνερίζομαισυνερισκούμενε: 
3951συνέρχομαι , αναρρώνωανακαρούκου: 
3952συνεχώςντάϊμα: 
3953συνηθίζωσυνειθίζου: 
3954συννεφιά (η)συγνοθία (α): 
3955συννεφιασμένος (ο)συγνεφουτέ,-ά,-έ (ο): 
3956σύννεφο (το)σύγνεφο (το): 
3957συνοδεύωσυνοδέγγου: 
3958συνορεύωσυνορέγγου: 
3959σύνορο (το)σύνορε (το): 
3960συνουσιάζομαιγαμού: 
3961συντροφιά (η)κολλεγία (α): 
3962συντρόφισσα (η) , γειτόνισσακολλέγισσα (α): 
3963σύντροφος (ο) , συνέταιρος , συνάδελφοςκολλέγα (ο): 
3964σύρριζαέσινδα: 
3965συρτός (ο)σουρτέ (ο): 
3966συχαρήκι (το)σκαρήτζι (το): 
3967σφάζωθύου: 
3968σφενδόνη (η)φτεγγούνα (α): 
3969σφήκα (η)τσηνά (α): 
3970σφήκα (η)τσινά (α): 
3971σφήνα (η)σφήνα (α): 
3972σφίγγωσφίγγου: 
3973σφουγγάρι (το)σφουγγάρι (το): 
3974σφραγίδα (η)βούα (α): 
3975σφυρίζωθιουθιουρίζου: 
3976σχισμάδα (η)λειψάδα (α): 
3977σώζομαιγλυτούνου: 
3978σωθικό (το) , τα εντόσθια , τα σπλάχνασωθικό (το): 
3979σωλήνας (ο)κάναλε (ο): 
3980σώνω , φτάνω , προφτάνωσούνου: 
3981σωπαίνω , σιωπώσωπαίνου: 
3982σωριάζω , σωρεύω , στοιβάζωσωριάζου: 
3983σωρός (ο)σωρέ (ο): 
3984σωρός από πέτρες (η)αρμακά (α): 
3985σωρός χαλίκων (ο)τροχαλία (α): 
3986σωστός (ο)σουστέ-ά-έ: 
3987ταταν: 
3988τα άχρηστα του αλωνιούαπολιχνίδια (το): 
3989τα εκατό κομμάτιατζηντζηνάρι (το): 
3990τα λίγα μαλλιά που μένουν στο χτένι μετά το χτένισμααποχτενίδι (το): 
3991τα μασούριαπανία: 
3992ταγίζωταγίχου: 
3993ταίρι (το)ταίρι (το): 
3994ταιριάζωταιράζου: 
3995ταλαίπωρος (ο)άπορε (ο): 
3996τάμα (το)τάμα (το): 
3997ταξιδεύω , πλανιέμαιαργανίζου: 
3998τάξιμο (το)τάτσιμο (το): 
3999ταπεινός (ο)ταπεινέ (ο): 
4000ταπεινώνωταπεινούκου: 
4001ταπείνωση (η)ταπείνουσι (α): 
4002τάραγμα (το) , τροφή σκύλωντάραμα (το): 
4003ταράζωταράσσου: 
4004ταραξίας (ο)σκανδαλιάρι (ο): 
4005ταράτσα (η)δούμα (το): 
4006τάσσομαι , τάζω , υπόσχομαιτασσούμενε: 
4007ταύρος (ο)ταύρε (ο): 
4008τάφος (ο)τάφο (ο): 
4009ταχτικός (ο)ταχκικό-α-ο (ο): 
4010τελείωμα (το)αποτελειουμό (το): 
4011τελειώνω , λήγω , παίρνω τέλοςτελειούκου: 
4012τελειώνω , τελεύω , σκοτώνωτελέγγου: 
4013τελειώνω μια δουλειάαποσούνου: 
4014τελειώνω τη σποράαποπείρου: 
4015τελειώνω τη σποράαποσποζάζου: 
4016τελειώνω το αλώνισμααπαωνού: 
4017τελειώνω το γνέσιμοαπονέσου: 
4018τελειώνω το λίχνισμααπολιχνίζου: 
4019τελειώνω το μάζεμααπομαζούκου: 
4020τελείως , εντελώςτέλεια: 
4021τελείως ξένος , άγνωστοςαπόξενε (ο): 
4022τέλος σποράς (το) , Μεταφορικά το στερνοπαίδιαπόπραμα (το): 
4023τελώνης (ο)τελώνη (ο): 
4024τελώνιον (το)τελώνι (το): 
4025τεμαχίζωλειανίζου: 
4026τεντώνωτεντούκου: 
4027τεντώνω σύρω , τανύζωτανύνδου: 
4028τεντωτά , τεντωμένοςτέζα: 
4029τέσσαριςτέσσεροι: 
4030τέστα (η) , κουβάςμπρακάτζι (το): 
4031τετάρτη (η)τίτεντα (α): 
4032τέταρτοτεσσάρατε: 
4033τέταρτο μέρος ενός πράγματος (το)τερτάκι (το): 
4034τέτζερες (ο)τέτζερε (ο): 
4035τέτοιο (το)στοκί (το): 
4036τέτοιοςτσιτερί: 
4037τέχνη (η)τέχρα (α): 
4038τεχνίτης (ο)τεχνίτα (ο): 
4039τεχνίτης (ο)τεχρίτα (ο): 
4040τεχνίτης (ο) , μάστοραςμάστορας (ο): 
4041τζάκι (το)φωτογωνία (α): 
4042τζίτζικας (η) , τζιτζίκι , τζίντζιραςτζιτζιρώνα (α): 
4043τηγάνι (το)τέγανε (το): 
4044τηγανιζωτεγανίζου: 
4045τηγανίτα (η)τεγανίτα (α): 
4046τιτσε: 
4047τίγκα,τίγκα , γεμάτο,γεμάτοκούρκουα,κούρκουα: 
4048τιμή (η)κινή (α): 
4049τιμώκιμού: 
4050τιμωρώκιμαρέγγου: 
4051τιμωρώτιμωρού: 
4052τινάζωκινάσσου: 
4053τινάζω , κρούωκρούνου: 
4054τινάζω , λάκτισματσινίζου: 
4055τίνος;τσουνέρ: 
4056τίποτατσίπτα: 
4057τιτύβισμα (το)τσιπίρισμα (το): 
4058το αρνί που δίνει ο τσοπάνης ως λιβαδιάτικοανεβάντζε (ο): 
4059το αυγό της πέρδικας (το)πεντζικαύουλε (το): 
4060το βράδυ , απόψε , το απόγευματάργά: 
4061το γουρούνιχιούρε, (ο): 
4062το δέρμα των μπροστινών ποδιών του ζώου. (το)απουζάνα (α): 
4063το δόντι τραπεζίτης (ο)τσακοντία (ο): 
4064το μεγάλο βήμα (το)τσαπλάρα (α): 
4065το μερίδιο που παίρνει σε τυρί για κάποιο λιβάδι (το)αρκυνία (α): 
4066το μικρό αγκάθι (το)κουλί (το): 
4067Το νερό μέσα στο οποίο νιφτήκαμε (το)απονιψίδι (το): 
4068το ξερό κλαρί (το)τσόχανε (το): 
4069το ξυλινο βαρέλι (το)βαγένι (το): 
4070το πάνω άκρο της ρόκας (το)αντζίδι (το): 
4071το σταθερό ξύλο στη μέση του αλωνιού (το)στιγερέ (το): 
4072το συνεχές κλάψιμο (το) , κλάψαβάγρα (α): 
4073το υγρό που απομένει μετά την παρασκευή σαπουνιούαρμέγκο (το): 
4074το φυτό λουπινιάλουπινία (α): 
4075το ψηλότερο μέρος του Πραστού , τοποθεσία του ΠραστούΣτόλε (ο): 
4076τοιχάκι (το)τοιχούτσι (το): 
4077τοίχος (ο)τοίχο (ο): 
4078τοκετός (ο)γεννατέ (ο): 
4079τολμώκοτού: 
4080τομάρι (το)τομάρι (το): 
4081τομάρι (το) , δέρμα αρνιούβαννοτόμαρε (το): 
4082τομάρι αρνιού (το)αρνοτόμαρε (το): 
4083τοποθεσία ανατολικά του ΛεωνιδίουΣίο (α): 
4084τοποθεσία παράλιος μεταξύ Αγίου Ανδρέα και ΤυρούΤσέρφο (το): 
4085τοποθεσία της Σαμπατικής (η)χειόπαφτε ή θειόπαφτε (το): 
4086τοποθεσία του ΛεωνιδίουΠαραπόρια: 
4087τοποθεσία του ΛεωνιδίουΤσουμία: 
4088τοποθετώκατίνου: 
4089τόπος (ο)τόπο (ο): 
4090τόπος που μένουν νεραΐδες (ο)Αναραϊδιάρικο τόπο (ο): 
4091τοπωνύμιο μύτη του βουνου (η)Σούκο (το): 
4092τόσος,-η,-ο (ο)τόσε,-α,-ου (ο): 
4093τότετότε: 
4094του, τοννι: 
4095του, τονσι: 
4096τουλουμάκι (το)ασκοπούλι (το): 
4097Τούρκος (ο)Τούρκο (ο): 
4098τουςτούρ: 
4099τούς,τές,τάσε: 
4100τράβηξαετραβία: 
4101τραβίνδου , τραβώ , σέρνωτραβίνδου και ταβρίνδου: 
4102τραγανίζωκαμπουρίνδου: 
4103τραγίλα (η)σαχία (α): 
4104τράγος (ο)τσάο (ο): 
4105τραγουδάκι (το)τραγουδάτζι (το): 
4106τραγούδι (το)τραγούδι (το): 
4107τραγουδώτραγουδού: 
4108τρακόσιοιετρακόσοι: 
4109τράπεζα (η) , τραπέζιτράπεζα (α): 
4110τραπέζι (το)τραπέζι (το): 
4111τράτα (η) , ψαροκάϊκοτράτα (α): 
4112τραχύς (ο)τσαχύ (α): 
4113τρείςτσεί: 
4114τρέλα (η)ντρέα (α): 
4115τρελαίνω , ζουρλαίνωζουρλίχου: 
4116τρελαίνω , παλαβώνωβουρλίζου: 
4117τρελός (ο)ζουρλέ (ο): 
4118τρελός (ο)ντρελέ (ο): 
4119τρελός-ή-ό (ο)παρτέ-ά-έ (ο): 
4120τρεμούλα (η)τσεμάγρα (α): 
4121τρέμωσέμου: 
4122τρέμωτσέμου: 
4123τρέξιμο (το)δράνημα (το): 
4124τρέξιμο (το)τσάχιμα (το): 
4125τρέφω , θρέφωσέφου: 
4126τρέχαδράγγε: 
4127τρεχάτος (ο)δρανιτέ (α): 
4128τρέχωτσάχου: 
4129τρέχω γρήγοραδρανίνδου: 
4130τριάντα (το)τράντα (το): 
4131τριανταφυλλιά (η)τρανταφυλλία (α): 
4132τριαντάφυλλο (το)τριαντάφυλλε (το): 
4133τρίζωτρίζου: 
4134τρίξιμο (το) , τριγμόςτρίξιμο (το): 
4135τρίπα (η)φουρνάκα (ο): 
4136τρίποδο (το) , τρίπουςτρίποδε (το): 
4137τρίτη (η)τσίτα (α): 
4138τρίτος (ο)τρίτε (ο): 
4139τριτώνω , τριτεύωτριτούκου: 
4140τρίφτης (ο)τσίφτα (ο): 
4141τριφύλι (το)τριφύλι (το): 
4142τρίχα (η)τσίχα (α): 
4143τριχιά (η)τσιχία (α): 
4144τρίχινο πανωφόρι τσοπάνηδων χωρίς μανίκια (το)σάγο (ο): 
4145τρομάζωτρομάζου: 
4146τρομάρα (η) , τρόμοςτρομάρα (α): 
4147τρόπος (ο)τρόπο (ο): 
4148τροφή (η)θροφή (α): 
4149τροφή (η)ταγή (α): 
4150τροφή (η)τροφή (α): 
4151τρόχισμα (το) , η ακόνισηακόναμα (το): 
4152τροχίχω , ακονίζωακονού: 
4153τρυγικός (ο)τρυγικό (ο): 
4154τρύγος (ο)τσύγο (ο): 
4155τρυγώτσυγού: 
4156τρύπα (η)κραΐα (α): 
4157τρύπα απο σκουλήκι (η) , σαράκιδήσε (ο): 
4158τρύπησαετσουπαΐα: 
4159τρυπίτζα (η)κραΐλι (το): 
4160τρυφερός (ο)τρυφερέ,-ά,-έ (ο): 
4161τρώγω κάτι αλμυρόαρμυρίζου: 
4162τρώω όλα τα φαγητά του τραπεζιούκατανιτούνου: 
4163τσάκισα , έσπασαεκατσούκα: 
4164Τσάκωνας (ο)Τσάκωνα (ο): 
4165Τσακωνιά (η)Τσακωνία (α): 
4166τσακώνομαι , τρώγομαι , μαλώνωαρκανισκούμενε: 
4167τσάπα (η)μάτουκα (α): 
4168τσεγγέλι (το)όντζινα (ο): 
4169τσεκούρι (η)πέλακα (ο): 
4170τσεμπέρι (το) , μαντήλατζεμπέρι (το): 
4171τσίκνα (η) , κνίσσατσίκνα (α): 
4172τσικνίζω , κνισσόωτσικνίζου: 
4173Τσικνοπέμπτη (η)Τσικνοπέφτα (α): 
4174τσικουνίδα (το) , τσουκνιδατσικνίδα (α): 
4175τσιληπουρδώτζαπουνδού και τσαπουνδού: 
4176τσιμπάω , τρυπάωνιτούκου: 
4177τσίμπημα (το) , τρίπημανίτουμα (το): 
4178τσίμπλα (η)μουτζά (α): 
4179τσίμπλα (η)τσίμπλα (α): 
4180τσιμπώτσιγκίζου: 
4181τσίχλα (η)τζίχλα (α): 
4182τσοπάνης (ο)τζοπάνι (ο): 
4183τσοπάνισσα (η)βουκολούσα (α): 
4184τσοπανόπουλο (το)τζοπανόπουλε (το): 
4185τσουγκράνα (η)σίνακα (ο): 
4186τσουγκρανίζωτσουγκρανίχου: 
4187τσουγκράνισμα (το)τσουγκράνισμα (το): 
4188τσουγκρίζω , τσουγκρίζω τα ποτήρια ή τα αυγάσκουντρίχου: 
4189τσουκάλι (το)λουπάι (το): 
4190τσουκνίδα (η)αχρία (α): 
4191τσουρεκάκι (το)κοσούνα (α): 
4192τυλίγω , διπλώνωκυλίγου: 
4193τυλίγω , τυλίγω την κλωστή στο τηλιγάδιαναλειούχου: 
4194τυλικτής (ο) , τυλιγάδιακυλίτα (ο): 
4195τυρί (το)άρτουμα (το): 
4196Τυρός (ο)Τερέ (ο): 
4197τύφλα (η)κύφα (α): 
4198τυφλοπάννι (το)κυφοπάννι (το): 
4199τυφλοπαννιάζωκυφοπαννιάζου: 
4200τυφλός (ο)κυφλέ (ο): 
4201τυφλώνωκυφούκου: 
4202τυχαίνειτυχαίντα νι: 
4203τυχαίνωαχαίνου: 
4204τύχη (η)τύχη (α): 
4205των ή τουςσου: 
4206τώραέδαρι: 
4207τώρα δαεδαρορή: 
4208υγεία (η)γειά (α): 
4209υγεία (η)υγεία (α): 
4210υγιαίνωγιαίνου: 
4211υγιαίνωυγιαίνου: 
4212υγραίνομαιογροκούμενε: 
4213υγραίνομαι , βρέχομαιογρεγγούμενε: 
4214υγραίνωογρούκου: 
4215υγραίνω , βρέχωογρούκου: 
4216υγρασία (η)γιουκεία (α): 
4217υγρός (ο)ογρέ -ά -έ (ο): 
4218υγρός (ο)υγρέ, -ά, -έ (ο): 
4219υδράργυρος (ο)γιάργιουρε (ο): 
4220υδρορροή (η)ρεύτα (ο): 
4221υδροφραγμός (ο) , νεροφραγμόςκόφτρα (α): 
4222υπερετώπερετού: 
4223υπερηφανεύομαιπερηφανεγγούμενε: 
4224υπερήφανος (ο)περήφανε (ο): 
4225υπέφεραεπονέγκα: 
4226υπηρεσία (η)δούλεψη (α): 
4227υπηρεσία (η)υπερεσία (α): 
4228υπηρέτης (ο)υπερέτα (ο): 
4229υπηρετώυπερετού: 
4230υπναράς (ο)υπροκόκι (ο): 
4231υπναράς (ο)υπρουλά (ο): 
4232υπναρού (η)υπροκόκισσα (α): 
4233υπναρού (η)υπρού (α): 
4234ύπνος (ο)ύπρε (ο): 
4235υπόγειο (το) , φυλακήκατούγα (α): 
4236υποκριτής (ο)υποκρική (ο): 
4237υπόλογος (ο) , υπεύθυνοςαπόλογο (ο): 
4238υπολοιπουπόλοιπο: 
4239υπομονή (η)πομονή (α): 
4240υποστατικό (το) , υπηρέτεςυποστακικό (το): 
4241υποφέρωυποφερίκου: 
4242υποχοντρία (η)αποκοντζία (α): 
4243υποψία (η)υποψία (α): 
4244ύστεραύστερά: 
4245ύστερον (το)τζοιτάρι (το): 
4246ύστερος , τελευταίοςυστερινέ (ο): 
4247υφάδι (το)κακιούφα (α): 
4248υφαίνωυφαίνου: 
4249υφαίνωφαίνου: 
4250υφαίνω αραιάαζοφαίνου: 
4251ύφανα (το)εφάγκα: 
4252υφαντής (ο)ανυφαγκή (ο): 
4253υφάντρια (η)ανυφάντρα (α): 
4254υφασμένος (ο)κρουστέ (ο): 
4255υψηλά (το)ψεά (το): 
4256υψηλός (ο)ψελέ (ο): 
4257ύψος (το)ψελί (το): 
4258φαγάς (ο)φαγά (ο): 
4259φαγωμένοςφαητέ: 
4260φαΐ (το)φαέ (το): 
4261φαίνεταιφαγκισκούμενε: 
4262φαίνεταιφαινούμενε: 
4263φακή (η)φακά (α): 
4264φανάρι (το)φανάρι (το): 
4265φάνατασμα (το)φάγκισμα (το): 
4266φανερός (ο)φανερέ, -ά, -έ (ο): 
4267φανερώνωφανερούκου: 
4268φαντάζομαι , υπερηφανεύομαιφαντασκούμενε: 
4269φαρμάκι (το)φαρμάτζι (το): 
4270φαρμάκι (το) , δηλητήριοαγκιοή (το): 
4271φαρμακώνω , όταν τρώμε υπερβολικάφαρμακούκου: 
4272φασκιά (η)φαστζία (α): 
4273φασκιώνωφαστζιούκου: 
4274φασκομηλιά (η)φασκονηλία (α): 
4275φεβρουάριος (ο)φλεβάρη (ο): 
4276φεγγάρι (το)φεγγάρι (το): 
4277φεγγίτης (ο)αφεντζίτα (α): 
4278φειδόχορτο (το)δρακοντία (α): 
4279φέρομαι σαν γαμπροςγαμπζίζου: 
4280φέρωφερίκου: 
4281φέτα (η)φλέρα (α): 
4282φετινόςσατζινέ-ά-έ: 
4283φέτοςσάτζι: 
4284φεύγωφύου: 
4285φθείρωχαού: 
4286φθινώπωρο (το)χυνόπωρε (το): 
4287φθονερός,ζηλιάρις (ο)φτονερέ (α): 
4288φθονώφτονού: 
4289φιάλη (η)θία (α): 
4290φίδι (το)ούθι (ο): 
4291φίδι (το)ούϊθι (το): 
4292φιλεύωθιλέγγου: 
4293φιλία (η)θηλία (α): 
4294φίλος (ο)θίλε (ο): 
4295φιλώθίου: 
4296φλαμούρι (το)φλαμπούρι (το): 
4297φλέβα (η)φλέβα ή φλέγα (α): 
4298φλόγα (η)φλόγα ή φόγα (α): 
4299φλογίζωφλογίζου: 
4300φλούδα (η)φρούα (α): 
4301φλύαρος (ο) , ο πολυλογάςαστόμουτε (ο): 
4302φλύαρος , πολυλογάςασίγιστε (ο): 
4303φοβίζομαιφτοϊσκούμενε: 
4304φορά (η)βοά (α): 
4305φόρδα (η)αστάρι (το): 
4306φόρεμα (το) , γυναικείο ρούχοβραχάνι (το): 
4307φόρεμα από χονδρή τσόχααμπά (ο): 
4308φόρεμα των τσοπανισών (το)σογγούνα (α): 
4309φορτίο (το)ζαλία (α): 
4310φορτίο (το)πλεύρι (το): 
4311φόρτωμα (το)πότσουμα (το): 
4312φορτωμένοςαποτσουτέ, ά, -έ (ο): 
4313φορτωμένος (ο) , ζαλωμένοςζαουτέ (ο): 
4314φορτώνω ζώαποτσούνου: 
4315φούντομα (το)φούντακα (το): 
4316φουντομένος (ο)φουντουτέ (το): 
4317φουντούκι (το)φουντούτζι (το): 
4318φουντουκιά (η)φουντουκλία (α): 
4319φουντώνω , λαμπαδιάζωαμπρακούκου: 
4320φούρια (η) , φόρααφούζα (α): 
4321φούρκα (η)φούρκα (α): 
4322φούρνος (ο)φούρνε (ο): 
4323φούσκωμα (το) , πρήσιμο , δύσπνοιααγκούσα (α): 
4324φουσκώνωφουσκούνου: 
4325φουσκώνωφουσού: 
4326φούσκωση (η)φούσκουσι (α): 
4327φραγκοσυκιά (η)αραποσυντζά (α): 
4328φραγκόσυκο (το)αραπόσουκο (το): 
4329φράππα (η)θραπία (α): 
4330φράχτης (ο)φράχτα (ο): 
4331φρέσκο τυρί (το)στάλπη (α): 
4332φρέσκος,-ια,-ο (ο)νωπό,-ά,-ό (ο): 
4333φριγανία (η)φρούγανε (το): 
4334φροντώ , δημιουργώ μεγάλο θόρυβοβροντού: 
4335φρούτο (το)πωρικό (το): 
4336φρύδι (το)φρύδι (το): 
4337φταίωφταίου: 
4338φτελιά (η)φτελία (α): 
4339φτερνίζομαιφτερνισκούμενε: 
4340φτερό (το)φτερέ (το): 
4341φτερωτό μυρμίγκι (το)όζακα (ο): 
4342φτερωτός (ο)φτερουτέ (α): 
4343φτιάχνωφκιάνου: 
4344φτιάχνω προζύμιξαναπού: 
4345φτυάρι (το)φκυάρι (το): 
4346φτύνωφκύζου: 
4347φτύσμα (το)φκύζμα (το): 
4348φτώχια (η)πενηκεία (α): 
4349φτώχια (η)φτώχια (α): 
4350φύκι (το)φύκι (το): 
4351φύλαξη (η)φύαξη (α): 
4352φυλάττωφυάτου: 
4353φυλάττω από το ύψοςδρεγατέγγου: 
4354φύλλο (το)φύλι (το): 
4355φυσαλίδα (η)χουρχούα (α): 
4356φύση (η)φύσι (α): 
4357φύσημα (το)φούσατε (ο): 
4358φυσικός (ο)φυσικό (ο): 
4359φυσώ , ξεφυσώασκοφουσού: 
4360φυτεία (η)θυτεία (α): 
4361φυτεύωφτύου: 
4362φυτεύω αραιάαζοφτίου: 
4363φυτήλι (το)φυκήλι (το): 
4364φυτό (το)θυτέ (το): 
4365φυτό Butomus (το)βούταμο (ο): 
4366φυτό αγριάδα (η)ραφανίδα (α): 
4367φυτό αφάκη (το)αφάτσι (το): 
4368φυτό βρόμη η ήμερος (το)βρόνη (α): 
4369φυτό με το οποίο βάφουν κίτριναβροχίστρα (α): 
4370φυτό παλιούρι (το)παλιούρι (το): 
4371φυτό στύφνος (το)ατσάβατε (ο): 
4372φύτρον (το)θύτρε (το): 
4373φυτρώνωθυτρούνου: 
4374φωλιάφωλήα (α): 
4375φωλιά ζώου (η)όζε (α): 
4376φωλιάζωφωλιάζου: 
4377φωνάζω, χαλώφωνιάνδου: 
4378φωνή (η)φωνά (α): 
4379φωνή γιδιού (η)βιαχτέ (ο): 
4380φωτιά (η)κάρα (α): 
4381φωτιά (η)πυρά (α): 
4382φωτίζωλαμπίζου: 
4383χαϊδεμένος (ο)χαϊδάρι (ο): 
4384χαϊδέυωχαϊδέγγου: 
4385χαιρετισμός (ο)χαιρέκισμα (το): 
4386χαιρετώχαιρεκίζου: 
4387χαίρομαι, χαίρω, απολαμβάνωχαιρούμενε: 
4388χαίτη (η)σίτα (α): 
4389χαλάζι (το)χάζι (α): 
4390χάλασμα (το)χάμα,τό (το): 
4391χαλίκι (το)σόμπουλε (το): 
4392χαλίκι (το) , τρόχμαλοςτρόχαλε (το): 
4393χαλκωματένιος (ο)χαλκουμετένιε (το): 
4394χαλώ , καταστρέφωαποχαού: 
4395χαμηλός (ο)χάλκουμα (ο): 
4396χαμηλός (ο)χαμελέ: 
4397χαμηλώνωχαμεούκου: 
4398χαμωχάμου: 
4399χαμωκέρασο (το)χαμωτζέρασε (το): 
4400χαμωμήλι (το)χαμώμηλε (το): 
4401χάνομαι , αφανίζομαι , καταστρέφομαιολυνδούμενε: 
4402χάντρα (η)χάντρα (α): 
4403χάνωχάνου: 
4404χάνω τελείωςαποχάνου: 
4405χάνω την ημέρα , άλλος με χασομεράχασομερίζου: 
4406χάος (το)χάο (το): 
4407χαρά (η)χαρά (α): 
4408χαράδρα μεταξύ Πραστού και ΚαστάνιτσαςΣέλιθε (α): 
4409χαράζειχαράσουντάνι: 
4410χάραμα (το)χάραμα (το): 
4411χάραμα , ξημέρωμανουτάθι: 
4412χαραμάδα (η)κραμάδα (α): 
4413χαράμι (το)χράμι (το): 
4414χάρη (η)χάρι (α): 
4415χαρίζωχαρίζου: 
4416χάρισμα (το)χάρισμα (το): 
4417χαριτωμένος (ο)χαριτουτέ (ο): 
4418χαροποιώ , ευφραίνωχαρύνου: 
4419χάρος (ο) , θάνατοςχάρο (ο): 
4420χαρούμενος (ο)χαιρητέ (ο): 
4421χαρουπιά (η)τζερατία (α): 
4422χαρτί (το)χαρκί (το): 
4423χασμουριέμαιαναχανινδούμενε: 
4424χασμουριέμαιαχανιντούμενε: 
4425χαστουκίζωμπατσίζου: 
4426χάφω , τρώωχάφου ή αχάφου: 
4427χέζωχένδου: 
4428χειλαράς (ο) , έχω μεγάλα χείληχειαρά (ο): 
4429χείλος (το)χείλι (το): 
4430χειλού (η)χειαρού (α): 
4431χειμαδιό (το)χειμαδείε (το): 
4432χειμώνας (ο)χειμωνικό (το): 
4433χειμωνιά (η)χειμώνα (ο): 
4434χειμωνιάζειχειμωνιάνδουτα ένι: 
4435χειμωνιάτικος (ο)χειμωνιάτσιχο (ο): 
4436χειρόμυλος (ο) , μύλος για άλεσμα καφέχερόμυλε (ο): 
4437χειρότερος (ο)χειρούτερε, –τέρα, -τερε (ο): 
4438χειτοτερεύωχειρουτερέγγου: 
4439χελιδονάκι (το)χελιδονάτζι (το): 
4440χελιδόνι (το)χελιδόνα (α): 
4441χελώνα (η)χεούνα (α): 
4442χέρι (το)χέρα (α): 
4443χέρι του αλετριού (το) , χερολάβδαμακίστρα (α): 
4444χέρσος (ο) , ακαλλιέργητοςχέρισε (ο): 
4445χηρεύωχηρέγγου: 
4446χήρος (ο)χήρο (ο): 
4447χθεςεπέρι: 
4448χιλιαδα (η)χιλιάδα (α): 
4449χιλιάδεςμύροι: 
4450χιλιάζω , φθάνω τα χίλιαχιλιάζου: 
4451χίλιοιχίλιοι ή χίλοι: 
4452χιλιοχρονίζω , γίνομαι χιλίων χρονώνχιλιοχρονίζου: 
4453χιμώ , ορμώαρνοκάφου: 
4454χιόνι (το)χιόνα (α): 
4455χιονίζειχιονίνδουντά’ νι: 
4456χιονόνερο (το)νερόχιονε (το): 
4457χλιμιντρίζωχιλινδρίζου: 
4458χλιμίντρισμα (το)χιλίνδρισμα (το): 
4459χλωρός, (ο) , φρέσκος , μαλακόςχωρέ (ο): 
4460χοίρος (ο)σούρε (ο): 
4461χολιάζω , νευριάζωχολίου: 
4462χονδρικάμονοταρικά: 
4463χονδροκόσκινο (το) , κοσκινίστραδερμώνι (το): 
4464χονεύωχωνέγγου: 
4465χοντραίνωχονδραίνου: 
4466χοντρός πάσσαλος (ο)κιούλε (ο): 
4467χορεύωχορέγγου: 
4468χορός (ο)χορέ (ο): 
4469χορταίνωχονταίκου: 
4470χορτάρι (το)χόντι (το): 
4471χορτάτος (ο)χοντάτε (ο): 
4472χούφτα (η)χούφτα (α): 
4473χρειαζομαιχρειασκούμε: 
4474χρέος (το)χρέτε (το): 
4475χρεωφελέτης (ο)χρωφελέτα (α): 
4476Χρησούλα (η)Χρυσούα (α): 
4477χριστιανός (ο)χριστιανέ (ο): 
4478Χριστός (ο)Χρηστέ (ο): 
4479χρονιάρικος (ο)χρονιάρικο (ο): 
4480χρόνος (ο)χρόνε (ο): 
4481χρυσάφι (το)χρυσάθι (το): 
4482χρυσόξυλον (το)κράτσα (α): 
4483χρωματισμένο νήμα (κόκκινο) (το)λαζούρι ή αζούρι (το): 
4484χρωστάωχρηστού: 
4485χταπόδι (το)χταπόδι (το): 
4486χτένα (η)χτένα (α): 
4487χτένι (το)χτένι (το): 
4488χτεσινοβραδινός (ο)αποπέζινε (ο): 
4489χτηκιό (η) , κατάρακηχκικό (το): 
4490χτύπημα με βίτσα (το)βιτσία (α): 
4491χτύπημα με βόλι (το)βολία (α): 
4492χτύπημα με ράμφος (το)σουκαλία (α): 
4493χτύπησαεζάβα: 
4494χτύπησαεντούκα: 
4495χτυπώντίου: 
4496χτυπώ ελαφράξάφου: 
4497χτυπώ έναν δυνατάζάφου: 
4498χτυπώ με τον κόπανοπρανίζου: 
4499χτυπώ, , σπρώχνω , ωθώτύφου: 
4500χύνω , ξεχύνωτσιχύνου: 
4501χύνω τελείωςαποτσιχύνου: 
4502χύσιμο (το)τσίχυμα (το): 
4503χώμα (το)χώμα (το): 
4504χωράφι (το)χούρα (α): 
4505χωριάτης (ο)χωράτα (ο): 
4506χωριατοπούλα (η)ζευγατοπούα (α): 
4507χωριατόπουλο (το)ζευγατόπουλε (ο): 
4508χωριό (το)χωράθι (το): 
4509χωρίςχωρίς: 
4510χωρίς μερτικό (ο) , απόκληροςαμέρκικο (το): 
4511χωρίς να ρωτήσειαρώτητα: 
4512χωρίς πονηριά (ο) , Ειλικρινήςαπόνηρε (ο): 
4513χωρίς ρόκα (ο) , χωρίς εργαλείο για γνέσιμοαρόκατε (ο): 
4514χωρίς σαμάριασαμάρουτε (ο): 
4515χωρίς σημάδιασήμαδε (ο): 
4516χωρίς φαγητό , νηστικόςασόμαστε (ο): 
4517χωρίς χαράάχαρε (ο): 
4518χώρισμα της σάλας (το)μισάντρα (α): 
4519Ψάθα (η)ψάθα (α): 
4520ψαθί, ψαθά (το)ψαθί (ο): 
4521ψαλίδα (η)ψαλία (α): 
4522ψαλιδακι (το)ψαλιούλι (το): 
4523ψάλλωψαού: 
4524ψαράς (ο)ψαρά (ο): 
4525ψάρι (το)ψάρι (το): 
4526ψαρός (ο)ψαρύ (ο): 
4527ψαχνός, (ο) , στεγνός,ξερόςψαχνέ (ο): 
4528ψείρα (η)ψείρα (α): 
4529ψειριάζωψειρίου: 
4530ψεύδομαιψευκίζου: 
4531ψευδός (ο)ψέμα (το): 
4532ψεύδωψέγγου: 
4533ψεύτης (ο)ψεύτα (ο): 
4534ψευτοδουλειά (η) , η τεμπελοδουλειάαργοδουλεία (α): 
4535ψευτρα (η)ψευτρού (α): 
4536ψηλά , με δυνατή φωνή , δυνατάαψεά: 
4537ψηλαφώψαφού: 
4538ψηλός (ο)αψελέ (ο): 
4539ψηλός (ο) , αδύνατοςφτενέ (ο): 
4540ψήλος λεπτος (ο)ψιλέ,ψία,ψίλε (α): 
4541ψήλωμα (το)ψέουμα (το): 
4542ψηλωνωψελιανού: 
4543ψηλώνωψεούκ’ου: 
4544ψήνω πολύ , παραψήνωπαραφταίνου: 
4545ψητό (το)φτατέ (το): 
4546ψιλό αλεύρι (το)πάσπαλι (α): 
4547ψιλό στάρι (το)ντρουνίτσα (α): 
4548ψίχα (η)ψίχα (α): 
4549ψιχαλίζειψιχαλίδουντα’νι: 
4550ψίχουλο (το) , το θρύψαλοτσίμμα (το): 
4551ψοφίμι (το)ψοΪθίνι (το): 
4552ψόφιος (ο) , χωρίς ζωήάζουδε (ο): 
4553ψοφώψοφού: 
4554ψύλλος (ο)ψύλλε (ο): 
4555ψυχή (η)ψούχα (α): 
4556ψυχομαχώψυχομαχού: 
4557ψύχρα (η) , κρύοψούχρα (α): 
4558ψυχραίνωψουχαίνου: 
4559ψυχρός (ο)ψουχρέ (α): 
4560ψωλή (η)τσουλέ (ο): 
4561ψωμάκι (το)αντούτζι (το): 
4562ψωμάκι (το)αντούτσι (το): 
4563ψωμή αζυμοτο (το) , είδος λαγάναςπρότσουμα (το): 
4564ψωμί από καλαμπόκι (το)μπομπότα (α): 
4565ψωμί πάχους 2-3 εκατοστά (η)χαμωκολλιούρα (α): 
4566ψωμί φτιαγμένομε αλεύρι σιταριού (το)ασπροσικένιε (ο): 
4567ψωνίζωψωνίζου: 
4568ψωρα (η)ψούρα (α): 
4569ψωριάζωψουρίου: 
4570ωαι: 
4571ωμοπλάτη (η) , ράχηίσα (α): 
4572ωμορφαίνωώμορφαίνου: 
4573ώμορφος (ο)ώμορφο (ο): 
4574ωμός , άβραστος , άψητο (ο)ωμό- α- ο (ο): 
4575ώρα (η)ούρα (α): 
4576ωριμάζωράσσου: 
4577ωρίμασαερά: 
4578ωρολόγιο (το)ρωλόι (το): 
4579ωρύομαιαυρυνδούμενε: 
4580ωφέλεια (η)ωφέλεια (α): 
4581ωφέλιμος,επωφελής (ο)ωφέλιμο (ο): 
4582ωφελώ,χρησιμεύωωφεού: 
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  
  

Leave a comment