- Όπως στα ουσιαστικά ,έτσι και στα επίθετα ισχύει ο γενικός κανόνας της τροπής του τελικού ο σε ε . Κωστάκη Γραμματική σελ 71-77
- Χωρίς το τελικό στα ΕΛ -ς
- Επίθετα-ΜΚ
- ατσέ,ατσά,ατσέ> μεγάλος,η,ο
- μιτσέ,μιτσά,μιτσέ> μικρός,η,ο
- καλέ,κα,καλέ> καλός,η,ο
- κουβάνε,κουβάνα,κουβάνε>μαύρος,η,ο
- λεκό,λεκά,λεκό > άσπρος,η,ο
- κοτσινέ,κοτσινά,κοτσινέ> κόκκινοσ,ση,ο
- τσίτρινε,τσιτρινα,τσίτρινε> κίτρινος,η,ο
- ψελέ,ψεά,ψελέ>ψηλός,η,ο
- χαμελέ,χαμεά,χαμελέ> χαμηλός,η,ο
============================================
- Επίθετα
- Θετικά
- Συγριτικά
- Υπερθετικά
- μεγάλος,η,ο,μεγαλύτερος,η,ο > ατσέ,ά,έ, ατσύτερε,α,ε
- Καλός,η,ο – οι,ες,α >καλέ,κα,καλέ,καλοί,καλοί,κα
Αντωνυμίες V
- Δεικτικές Αντωνυμίες
- Αόριστος Αντωνυμία
Δείτε παρακάτω, Λεξικό Επίθετα -ΕΛ>ΤΣ & ΤΣ >ΕΛ
=========================================
- Καλός,η,ο – οι,ες,α >καλέ,κα,καλέ,καλοί,καλοί,κα
- Καλέ> καλός
Καλοί> καλοί
Κα > καλή
Καλοί> καλές
Καλέ > καλό
Κα > καλά - Ο τσαιρέ ένι καλέ > ο καιρός είναι καλός .
- καλή > κα
- το η > α > καλά το λ φεύγει > και τά τα δύο α γίνονται ένα > κα
- μεγάλος,η,ο,μεγαλύτερος,η,ο > ατσέ,ά,έ, ατσύτερε,α,ε
- Ατσέ > μεγάλος,Ατσοί > μεγάλοι
- Ατσά > μεγάλη,Ατσοί > μεγάλες
- Ατσέ > μεγάλο,Ατσά > μεγάλα
- Ατσύτερε> μεγαλύτερος
- Ατσυτέρα> μεγαλύτερη
- Ατσύτερε> το μεγαλύτερο
- Μιτσί> μικρός
- Μιτσά> μικρή
- Μιτσί > μικρό
- Μιτσούτερε> μικρότερος
- Μιτσουτέρα> μικρότερη
- Μιτσούτερε> μικρότερο
- Πρεσσέ> πολύς,Πρεσσοί> πολλοί
- Πρεσσά> πολλή,Πρεσσοί > πολλοί
- Πρεσσέ> πολύ.Πρεσσά > πολλά
- Πρεσού> πολύ
- Πρεσέ> πολύς
- Πλέτερε> περισσότερος
- Πλέτερ(ζ)ιου> περισσότερο
- Πρεσού κα,πάσου κα> πολύ καλά
- Ένι έχου μποιτέ πρεσσά κα> έχει κάνει πολλά καλά .
- Χαμελέ> χαμηλός,Χαμελοί> χαμηλοί
- Χαμεά> χαμηλή,Χαμελοί> χαμηλές
- Χαμελέ> χαμηλό.Χαμεά> χαμηλά
- Χαμεούτερε> χαμηλότερος
- Χαμεουτέρα> χαμηλότερη
- Χαμεούτερε> χαμηλότερο
- Πηγές
- Γιάννη Καμβύση” Για να κοντούμε τα γρούσσα νάμου “ (Για να κρατήσουμε τη γλώσσα μας) , Αρχείον Τσακωνιάς ,2020
Λεξικό Επίθετα -ΕΛ>ΤΣ (παρακάτου ΤΣ>ΕΛ)
1 , αβάτευτος (ο) , αμαρκάλιστε (ο):
2 , άβγαλτος (ο) , αθώος , άπειρος , αμπάλητε (ο):
3 , αβγαλτος (ο) , μη εισελθών , αμπάιτε (ο):
4 , άβρετος (ο) , αυτός που δεν έχει βρεθεί , άρεστε (ο):
5 , αβύζαχτος , αθήλαστος , ασάλιτε (ο):
6 , άγγιχτος (ο) , απροδόντζιχτε (ο):
7 , αγέννητη (η) , ασπαργάνιστε (α):
8 , αγέννητος (ο) , αγέννατε (ο):
9 , αγέραστος (ο) , άγερε (ο):
10 , αγράμματος (ο) , αγράμματε -ε -ε (ο):
11 , αγύριστος (ο) , αγιούριστε -ε -ε (ο):
12 , αδιαμοίραστος (ο) , αδιανέμητος , αμέρατε (ο):
13 , αδύνατος (ο) , άπαχος , αχαμνέ (ο):
14 , αζημίωτος (ο) , αζήνιουτε (ο):
15 , αζύμωτος (ο) , αξανάποιτε (ο):
16 , αθέριστος (ο) , ασέριτε (ο):
17 , αθέρμαντος (ο) , ασόνιστε (ο):
18 , αθήλαστος (ο) , ασίλιτε (ο):
19 , αθλιμμένος , άχλιφτε (ο):
20 , αιχμηρός-ή-ό , ξυμυτερέ-ά-έ:
21 , αιχμηρός-ή-ό , ξυφτερέ-ά-έ:
22 , άκαιρος (ο) , άτσαιρε (ο):
23 , ακάνθινος (ο) , χωρίς αγκάθια , απάλινε (ο):
24 , ακέντρωτος (ο) , ατσέντρουτε (ο):
25 , ακένωτος (ο) , ο μη κενός , ατσένουτε (ο):
26 , ακέρδητος (ο) , Αυτός που δεν κέρδισε , ατσέρδευτε (ο):
27 , ακέρωτος (ο) , μη κερωμένος , ατσέρουτε (ο):
28 , ακίνδυνος , ατζίνδυνε (ο):
29 , ακίνδυνος (ο) , αντζίντυνε (ο):
30 , ακίνητος , ατζίνητε (ο):
31 , ακίνητος (ο) , ατσίνητε (ο):
32 , ακλάδευτος (ο) , ατσίτσουτε (ο):
33 , ακοινώνητος , ατζοινώνητε (ο):
34 , ακοινώνητος (ο) , ατσοινώνητε (ο):
35 , ακοπάνιστος (ο) , αστούγκιστε (ο):
36 , ακούραστος (ο) , αμόγητε (ο):
37 , ακόχλαστος (ο) , άβραστος , αχούχλιστε (ο):
38 , ακριβός (ο) , υψηλή τιμή , ακριβό, -ά, -ό (ο):
39 , ακρινός (ο) , τελευταίος , ακρινέ, -ά -έ (α):
40 , ακτύπητος (ο) , άντουτε (ο):
41 , άκωλος (ο) , άπατος , άκωλε΄, -ε, -ε (ο):
42 , αλατισμένος (ο) , ακιστέ, -α, -ε (ο):
43 , αλβανίτικος (ο) , αρβανίτσιχο (ο):
44 , αλεύκαντος (ο) , ακάθαρτος , αχάλετε (α):
45 , άλιωτος (ο) , ο μη λιωμένος , άλυουτε (α):
46 , αλλήθωρος (ο) , αλλοίθωρε, -ε, -ε (ο):
47 , άλλος, άλλη, άλλο (ο) , άλλε,α άβα, το άλλιου (ο):
48 , αλμυρός (ο) , αρμυρέ ,-α, -έ (ο):
49 , άλυτος (ο) , δεμένος , αυτός που δεν έχει λυθεί , άλυτε (α):
50 , αμάζευτος (ο) , ο μη μαζεμένος , αμάζουτε (α):
51 , αμάραντος (ο) , ο θαλερός , ο αειθαλής , αμάραντε (το):
52 , άμαχος (ο) , ήσυχος , φιλήσυχος , άμαχο (ο):
53 , αμέθυστος (ο) , αμέθυστε (ο):
54 , αμελέτητος (ο) , ο αδιάβαστος , αμελέτητε (ο):
55 , αμέτρητος (ο) , άπειρος , αμέτσητε (ο):
56 , αμνήστευτος (ο) , αρραβώνιαστος , αρραβώνιαστε (ο):
57 , άμοιρος (ο) , ο άτυχος , άμοιρε (ο):
58 , αμόλυντος (ο) , αμόλευτε (ο):
59 , αμπελοκλαδεμένος , , μπεοκαδιαστέ (ο):
60 , ανάγωγος (ο) , κακός ανατεθραμένος , κακανασταντέ (ο):
61 , ανάλατος (ο) , άκιστε, -ε, -ε (ο):
62 , αναποφάσιστος (ο) , αναποφάσιστε (ο):
63 , ανάρμεχτος (ο) , άρμευτε (ο):
64 , άνδυτος (ο) , μη ενδεδυμένος , γυμνός , άγγιουτε (ο):
65 , ανευνούχιστος (ο) , αμουνούχιστος , ατσοκάνιστε (ο):
66 , ανθρώπινος (ο) , ανθρώκινε (ο):
67 , αντικρινός (ο) , απέναντι , αγκικρυνέ (ο):
68 , ανύφαντος , , άφατε, -ε, -ε (ο):
69 , άξαντος (ο) , μη ξασμένος , άτσατε (ο):
70 , αξεκούραστος , αστάλιαστε (ο):
71 , αξύριστος (ο) , αξούριστε (ο):
72 , άξυστος (ο) , άτσουτε (ο):
73 , αόρατος (ο) , αόρατε (ο):
74 , απαλός (ο) , μαλακός , απαλέ (ο):
75 , απάνθρωπος (ο) , απάνθρωπο (ο):
76 , απαραίτητος (ο) , απαραίτητε (ο):
77 , απαρηγόρητος (ο) , απαρηγόρητε (ο):
78 , απαρτος , αύρατε (ο):
79 , απάτητος (ο) , απάτητε (ο):
80 , απείραχτος , ακέραιος , άπρετε (ο):
81 , απελπισμένος (ο) , απελπιστέ (α):
82 , απήδητος (ο) , ασπήδητε (ο):
83 , άπιστος (ο) , ο δύσπιστος , ο καχύποπτος , άκιστε (ο):
84 , απλάγιαστος (ο) , ακοίμητος , ξύπνιος , απράγιαστε (ο):
85 , άπλαστος (ο) , ανόητος , άπρατε (ο):
86 , άπλεχτος (ο) , άπρετε (ο):
87 , απλήγωτος (ο) , απλήγουτε (ο):
88 , απλήρωτος (ο) , απλέρουτε (ο):
89 , απλός (ο) , απαίδευτος , απλέ (α):
90 , άπνιχτος (ο) , άπριτε (ο):
91 , απολέμητος (ο) , απολέμητε (ο):
92 , απομονωμένος (η) , μοναξιά , απόμερε (ο):
93 , άπονος (ο) , σκληρός , άπονε (ο):
94 , απότιστος (ο) , απόκιστε (ο):
95 , απούλητος (ο) , απούλητε (ο):
96 , άπραγος (ο) , άπειρος , άπραγο (ο):
97 , άπρεπος (ο) , άπρεπο (ο):
98 , απρόκοπος (ο) , αστοκάματε (ο):
99 , απρόκοπος (ο) , αχαΐρευτε (ο):
100 , απρόσεχτος (ο) , απρόσεχτε (ο):
101 , απρόσεχτος (ο) , ασομόατε (ο):
102 , απροσκάλεστος (ο) , απροσκάλεστε (ο):
103 , απροσκύνητος (ο) , απροστσύνητε (ο):
104 , απροστάτευτος (ο) , απροστάτευτε (ο):
105 , απτόητος (ο) , αφτόιστε (ο):
106 , αράντιστος (ο) , αρέντιστε (ο):
107 , αράπης (ο) , μαύρος , αράκη (ο):
108 , άραφτος (ο) , άραφτε (ο):
109 , αργίτικος (ο) , αργίτσιχο (ο):
110 , αργός (ο) , αργό (ο):
111 , αργοσυγύριστος (ο) , αργοσυγύζιστε (ο):
112 , αρίζωτος (ο) , ασίντουτε (ο):
113 , αριστερός (ο) , αριστερέ (ο):
114 , αριστερός (ο) , αριστερόχειρας , σοβλέ,σοβά,σοβλέ (ο):
115 , άρμεχτος , άρυτε,-ε,-ε (ο):
116 , αρούφητος (ο) , χωρίς να έχει ρουφηχτεί , αρούφητε (ο):
117 , άρραφτος (ο) , άσαφτε (ο):
118 , άρρωστος (ο) , άρρωστε (ο):
119 , αρσενικοθήλυκος (ο) , ερμαφρόδιτος , αρσενικοσήλυκο (ο):
120 , αρχοντοξεπεσμένος (ο) , αρχοντοξεπευτέ (ο):
121 , αρχύτερος (ο) , γρηγορότερος , αρχύτερε (ο):
122 , ασάλευτος (ο) , αμετακίνητος , ασάλευτε (ο):
123 , ασαπούνιστος (ο) , ασαπούνιστε (ο):
124 , ασαράντιστος (ο) , , ασαράγκιστε (ο):
125 , ασβάρνιστος (ο) , ασβάρνιστε (ο):
126 , άσβηστος (ο) , απούντετε (ο):
127 , ασήκωτος (ο) , ατάιστε, -ε, -ε (ο):
128 , ασημάδευτος (ο) , ασήμαδε (ο):
129 , ασημάδευτος (ο) , ασημάδευτε (ο):
130 , ασημένιος (ο) , ασημένιε (ο):
131 , ασήμωτος , ασήμουτε (ο):
132 , ασιδέρωτος (ο) , ασιδέρουτε (ο):
133 , ασίτευτος (ο) , ασίτευτε (ο):
134 , ασκάλιστος (ο) , ασκάλιστε (ο):
135 , ασκάριστος (ο) , ασκάριστε (ο):
136 , άσκαφτος (ο) , άσκαφτε (ο):
137 , ασκέπαστος (ο) , απόστσεπο (ο):
138 , ασκέπαστος (ο) , απούματε (ο):
139 , ασκέπαστος (ο) , αστσέπαστε (ο):
140 , ασκόρπιστος (ο) , ασκόρκιστε (ο):
141 , ασκούπιστος (ο) , ασάρουτε (ο):
142 , ασκούπιστος (ο) , άψατε (ο):
143 , ασκώτοτος (ο) , ασκότουτε (ο):
144 , ασούρωτος (ο) , άσητε (ο):
145 , ασούρωτος (ο) , ασούρουτε (ο):
146 , άσπλαχνος (ο) , σκληρός , άσπλαχνε (ο):
147 , ασπρόμαυρη (η) , λιάρα (α):
148 , αστανιάριστος (ο) , ο μη εφαρμοσμένος , αστανιάζιστε (ο):
149 , αστάσιατος , αστάσαστε (ο):
150 , ασταύρωτος (ο) , αστάυρουτε (ο):
151 , αστείρευτος (ο) , αστέρευτε (ο):
152 , αστείρευτος (ο) , ανεξάντλητος , ασείρευτε (ο):
153 , άστειφτος (ο) , αξεζούμιστος , αμούκρουτε (ο):
154 , αστένευτος , αστένευτε (ο):
155 , αστενοχώρητος (ο) , ασεκλέκιστε (ο):
156 , αστενοχώρητος (ο) , αστενοχώρευτε (ο):
157 , άστερκτος (ο) ,ασυμφωνος , άστρεχτε (ο):
158 , άστητος (ο) , ο μη στημένος , αστάλιστε (ο):
159 , αστοιβασμένος , αστοίβαστε (ο):
160 , αστόλιστος (ο) , αστόλιστε (ο):
161 , αστράβωτος (ο) , αστράβουτε (ο):
162 , αστράγγιστος (ο) , αστράντζιχτε (ο):
163 , αστρίμωχτος (ο) , ασίμουτε (ο):
164 , άστριφτος (ο) , άσουφτε (ο):
165 , αστύλωτος (ο) , αστύουτε (ο):
166 , άστυφτος (ο) , άστυφτε (ο):
167 , ασυγύριστος (ο) , ασυγύζιστε (ο):
168 , ασύγχυτος (ο) , αστενοχώρητος , ασύχιστε (ο):
169 , ασυγχώρητος (ο) , ασυχώρετε (ο):
170 , ασυδαύλιστος (ο) , η φωτιά χωρίς ξύλα , ασύκρουτε (ο):
171 , ασύμβαστος (ο) , ασύβαστε (ο):
172 , ασυμφώνητος (ο) , ασυμφώνιστε (ο):
173 , ασύφταστος (ο) , ανυπόμονος , βιαστικός , ασύφταστε (ο):
174 , άσφιχτος (ο) , άσφιχτε (ο):
175 , άσχημος (ο) , άστσημο (ο):
176 , άσωστος (ο) , ο λανθασμένος , άσουστε (ο):
177 , άσωτος (ο) , σπάταλος , άσωτε (ο):
178 , ατάγιστος (ο) , νηστικός , ατάγιστε (ο):
179 , αταίριαστος (ο) , ασύμφωνος , αταίζαστε (ο):
180 , άτακτος (ο) , ακαταστατός , ρέμπελε (ο):
181 , ατάραχος (ο) , ατάραχο (ο):
182 , ατάραχτος (ο) , ατάρατε (ο):
183 , άταχτος (ο) , άταχτε (ο):
184 , άτεκνος (ο) , άτεκνε (ο):
185 , άτεκνος (ο) , χωρίς παιδιά , άκλερε (ο):
186 , ατελειωμένος (ο) , ατελεσφόρετε (ο):
187 , ατέλειωτος (ο) , ατέλειουτε (α):
188 , ατέντωτος (ο) , ατέντουτε (ο):
189 , ατζαμής (ο) , ατζαμή (ο):
190 , ατηγάνιστος (ο) , ατεγάνιστε (ο):
191 , ατράβηχτος (ο) , ατράβητε (ο):
192 , άτριφτος (ο) , άτσιφτε (ο):
193 , ατρόμητος (ο) , άφοβος , ατσέματε (ο):
194 , ατρύγητος (ο) , ατσύγητε (ο):
195 , ατρύπωτος (ο) , ατζύπουτε (ο):
196 , ατσίμπητος (ο) , ατσίγκιστε (ο):
197 , ατύλιχτος (ο) , ακύλιτε (ο):
198 , αυγουστιάτικο (το) , αυγουστιάτικο (το):
199 , αυλόγυρος (ο) , αυλόγυρε (ο):
200 , άυλος (ο) , μικρόσωμος , λεπτός , άυλε (ο):
201 , άυπνος (ο) , άυπνε (ο):
202 , αυτός με κομμένη ουρά (ο) , κοψονούρι (ο):
203 , αυτός που δεν τρέμει , ατρεμούλιαστε (ο):
204 , αφάγωτος (η) , αφάητε (α):
205 , άφαντος (ο) , πολύ γρήγορος , άρατε (ο):
206 , άφαντος (ο) , χαμένος , άφαντε (ο):
207 , άφερτος (ο) , άφερτε (ο):
208 , άφοβος (ο) , άφοβο (ο):
209 , αφόρετος (ο) , , αφόρεστε (ο):
210 , αφόρτωτος (ο) , μη φορτωμένος , απότσουτε (ο):
211 , αφούρνιστος (ο) , αφούρνιστε (ο):
212 , αφούσκωτος (ο) , αφούσκουτε (ο):
213 , αφράτος , αφράτε (ο):
214 , αφράτος (ο) , αφράκιου (ο):
215 , άφραχτος (ο) , άφραχτε (ο):
216 , αφρόντιστος (ο) , απεριποίητος , ατσήβευτε (ο):
217 , άφρυχτος (ο) , άφρυτε (ο):
218 , άφτιαχτος (ο) , άσαχτε (ο):
219 , άφτιαχτος (ο) , άφκιαστε (ο):
220 , άφτουρος , άφτουρε (ο):
221 , άφτυστος (ο) , άφκυστε (ο):
222 , αφύλαχτος (ο) , αφύατε (ο):
223 , αφύσικος (ο) , αφύσικο (ο):
224 , αφύτευτος (ο) , άφτιτε (ο):
225 , άφωνος (ο) , άφωνε (ο):
226 , αφώτιστος (ο) , αφούκιστε (ο):
227 , αχάιδευτος (ο) , αχάιδευτε (ο):
228 , αχάιδευτος (ο) , αχάιδευτε (ο):
229 , αχαιρέτιστος (ο) , αχαιρέκιστε (ο):
230 , αχάλαστος (ο) , άχατε (ο):
231 , αχαλίνωτος (ο) , αχαλίνουτε (ο):
232 , αχαράκωτος (ο) , αχαράκουτε (ο):
233 , αχαριστία (η) , αχαζιστία (α):
234 , αχάριστος (ο) , αχάζιστε (ο):
235 , αχάριστος (ο) , αχάζιστε (ο):
236 , αχαρος , αχαίζητε (ο):
237 , άχαρος (ο) , άχαρε (ο):
238 , άχεστος (ο) , άχεστε (ο):
239 , αχήρευτος (ο) , αχήρευτε (ο):
240 , αχόλιαστος (ο) , αστεναχώρητος , αχόλιαστε (ο):
241 , αχόρταστος (η) , λαίμαργος , αχόνταγο (ο):
242 , αχρείαστος (ο) , αχσείαστε (ο):
243 , αχρείος (ο) , άθλιος , ελεεινός , αχρείε, -α, -ε (ο):
244 , άχρηστος (ο) , άχσηστε (ο):
245 , αχρόνιστος (ο) , αχρόνιστε (ο):
246 , αχτένιστος (ο) , αχτένιστε (ο):
247 , άχτιστος (ο) , άχκιστε (ο):
248 , αχτύπητος (ο) , αχκιούπητε (ο):
249 , αχωμάτιστος (ο) , αχωμάκιστε (ο):
250 , αχώνευτος (ο) , αχώνευτε (ο):
251 , αχώριστος (ο) , αχούξιστε (ο):
252 , άψαχτος (ο) , αψηλάφητος , αψάφητε (ο):
253 , άψητος (ο) , άφτατε (ο):
254 , αψόφητος (ο) , ζωντανός , αψόφητε (ο):
255 , αψώνιστος (ο) , αψώνιστε (ο):
256 , βαθουλός (ο) , βαθιουτέ (ο):
257 , βαθύς (ο) , βαθείε, -εία, ιού (ο):
258 , βαθύτερος,α,ο , βαθιούτερε,τερα,τερε (ο):
259 , βαρετός (ο) , βαρετέ (ο):
260 , βελουδένιος (ο) , βεουδένιε (ο):
261 , βιαστικός (ο) , βιαστσικό (ο):
262 , βλαβερός (ο) , βλαβερέ (ο):
263 , βοδινός (ο) , βουϊνέ (ο):
264 , βορινό μέρος (το) , βορινέ (ο):
265 , βουβός (ο) , άφωνος , μουγγός , βουβό (ο):
266 , βουτηγμένος (ο) , βουκιστέ ή βουκιαστέ (ο):
267 , βραδινός (ο) , αργακινέ (ο):
268 , βραχνός, ή, ό (ο) , βραχνέ, -ά, -έ (ο):
269 , βρεγμένος (ο) , βρετέ (ο):
270 , βροχότερος (ο) , βροχότσαιρε (ο):
271 , γαϊδουρινός (ο) , γαϊδουρινέ (ο):
272 , γελασμένος (ο) , γιαστέ (ο):
273 , γεμάτος (ο) , γιομάτε (ο):
274 , γκαβός (ο) , αλλοίθωρος , γκαβό (ο):
275 , γλιστερή κατηφόρα (η) , λιουτσαντρία (α):
276 , γλυκερός (ο) , γλυτζερέ (ο):
277 , γλυφός (ο) , γλυφό (ο):
278 , γυμνός (ο) , άρκανε (ο):
279 , γυμνός (ο) , γυμνέ, ά, έ (ο):
280 , γυμνοσάλιαγκος (ο) , δείλε (ο):
281 , δαρμένος (ο) , ροκοδαρτέ,-ά,-έ (ο):
282 , δειλός (ο) , δειλέ (ο):
283 , δεύτερος (ο) , δεύτερε (ο):
284 , διαβασμένος (ο) , μορφωμένος , ζβαϊστέ (ο):
285 , διαφορετικός (ο) , διαφορετικό (ο):
286 , διαφορετικός (ο) , καλύτερος , άτερε (ο):
287 , δίκαιος (ο) , δίτζαιε (ο):
288 , δικός (ο) , δικό (ο):
289 , δροσερός (ο) , δροσερέ (ο):
290 , δυνατός (ο) , ισχυρός , δενατέ, ά, έ (ο):
291 , δύσβατος (ο) , δύσβατε (ο):
292 , δύσκολος (ο) , δύσκολε (ο):
293 , δυστυχής (ο) , δύστυχο (ο):
, δυστυχισμένος (ο) , δυστυχιστέ (ο):
294 , εαυτός , εαυτέ (ο):
295 , έβδομος (ο) , έφτατε (ο):
296 , εγκαταλειμμένος , αφημένος , αφητέ, -ά, -έ (ο):
297 , ελαφρύς (ο) , αφρέ, -ά, έ (ο):
298 , ελεύθερος (ο) , ελεύτερε (ο):
299 , ενάντιος (ο) , ενάντιε (ο):
300 , ενάρετος (ο) , ενάρετε (ο):
301 , εξαίρετος (ο) , εξαίρετε (ο):
302 , εξέχος , ζάκουρε (το):
303 , έξυπνος (ο) , έξυπνε (ο):
304 , έξυπνος (ο) , νοητέ -ά -έ (ο):
305 , επιδέξιος , επιδέξιε:
306 , επιπόλαιος (ο) , αστσέφτε (ο):
307 , επιτήδειος (ο) , επιδέξιος , επιτήδειε (ο):
308 , επιτήδιος κλέπτης (ο) , κουτζουλέκη (ο):
309 , εργατικός (ο) , καματερέ (ο):
310 , εσπερινός-η-ο (ο) , χθεσινός , περινέ-α-ε (ο):
311 , εύθυμος (ο) , εύθυμο (ο):
312 , ευθύς (ο) , ευτύς (ο):
313 , ευλαβής (ο) , ευλαβή (ο):
314 , ευλογητός (ο) , ευλογητέ (ο):
315 , εύλογος (ο) , εύλογο (ο):
316 , ευπρεπισμένος (ο) , ευπρεπιστέ (ο):
317 , ευτυχισμένος (ο) , ευτυχιστέ (ο):
318 , εφτάψυχος (ο) , εφτάψουχο (ο):
319 , ζαβός (ο) , στρεβλός , ζαβό (ο):
320 , ζαχαρωτό (το) , ζαχαρουτέ (το):
321 , ζηλότυπος (ο) , ζηλιάρη (ο):
322 , ζουμερός (ο) , ζουμερέ (ο):
323 , ζωντανός (ο) , απένατε (ο):
324 , ζωντανός (ο) , ζωντανέ (ο):
325 , ηλιόλουστο δωμάτιο (το) , λιακουτέ (το):
326 , ήμερος (ο) , ήμερε (ο):
327 , ήσυχος (ο) , ήσυχο (ο):
328 , θαλασσινός (ο) , θασσιανέ (α):
329 , θαραλέος (ο) , θαρετέ (α):
330 , θηλυκός -ιά -ό (ο) , σηλυκό -ά -ό (ο):
331 , ίδιος (ο) , ίδιε (ο):
332 , ισχνός (ο) , αδύνατος , στεγνός , στεγνέ,-ά,-έ (ο):
333 , καημένος (ο) , καϊμένε (ο):
334 , καθαρός , παστρικό-ά-ό:
335 , καθαρός (ο) , καθαρέ (α):
336 , καθημερινός (ο) , καθημερινέ (α):
337 , καθισμένος (ο) , κασήμενε,-ένα,-ενε (ο):
338 , καινούργιος , τζινούρτζε:
339 , κακιά (η) , κακά (α):
340 , κακογεννημένος (ο) , κακονατέ (ο):
341 , κακομοιρασμένος (ο) , κακομοιραστέ (ο):
342 , κακόμοιρος (ο) , κακόμοιρε (ο):
343 , κακομούτσουνος (ο) , κακομούντρουνε (ο):
344 , κακοντυμένος (ο) , κακογγιουτέ (ο):
345 , κακορρίζικος (ο) , κακορίζικο (ο):
346 , κακός (ο) , κακό (ο):
347 , κακότυχος (ο) , κακότυχο (ο):
348 , κακοφτιαγμένος (ο) , δύσμορφος , άσχημος , κακομποιτέ (ο):
349 , καλαμποκίσιος (ο) , αραποσικένιε (ο):
350 , καλαμποκίσιος (ο) , αραποσικίσε (ο):
351 , καλόκαρδος (ο) , καόκαρδε (ο):
352 , καλομαθημένος (ο) , καομαθητέ (α):
353 , καμαρωτός (ο) , καμαρουτέ,-ά,-έ (ο):
354 , καμία (η) , γκανία (α):
355 , κανένα , γκάνα:
356 , καπνισμένο (το) , κουϊα (α):
357 , καταάσαρκος (ο) , κατασάρκο (ο):
358 , κατάλευκος (ο) , κάτασπρος , κατάλεκο (ο):
359 , καταμόναχος (ο) , καταμόναχο (ο):
360 , καταραμένος (ο) , κακορίζικος , έρημος , αραχνιαστέ (ο):
361 , καταραμένος (ο) , καταρατός , καταρατέ (α):
362 , καταστόλιστος (ο) , καταστολίστε (ο):
363 , κατεβασμένος (ο) , καμπαϊστέ (ο):
364 , κατρουλιάρης (η) , κακιουρλιάρι (ο):
365 , καυχησιάρης (ο) , καυκούλη ή καυτζιάρη (ο):
366 , κίτρινος , τζίτρινε-ε-ε:
367 , κλαμένος (ο) , βατέ (ο):
368 , κλαμένος (το) , οδυρμός , βαϋτέ (ο):
369 , κληρονομος (ο) , απόγονος , κλέρα (α):
370 , κοκκαλιάρης (ο) , σιμελέ,-ά,-έ (ο):
371 , κοκκινομάλλης (ο) , ρούσσε,-α,-ε (ο):
372 , κόκκινος (ο) , κοτσινέ (ο):
373 , κόκκινος (ο) , κοτσίνι (ο):
374 , κοκκινωπός (ο) , κοτσινούτσικο (ο):
375 , κολοβός , κολοβό:
376 , κομμένος (ο) , στοτωμένος από αστραπή , αστραποκοφτέ (ο):
377 , κοντός , κοντέ:
378 , κουρασμένος (ο) , η κόπωση , η εξάντληση , ακιστατέ (ο):
379 , κουτσάυτης (ο) , κοψοβότανε (ο):
380 , κούφιος (ο) , κούθιε (ο):
381 , κοφτερός (ο) , κοφτερέ (ο):
382 , κοχλάζων (ο) , κοχλάτε (ο):
383 , κρεμαστός (ο) , κρεμαστέ (α):
384 , κριτής (ο) , κρική (ο):
385 , κρυστάλλινος (ο) , κρουσταλλένιε (ο):
386 , κρυφός (ο) , ύπουλος , γκρουφό (ο):
387 , λαδερός (ο) , λαδερέ (ο):
388 , λαχταριστός (ο) , αχταριστέ, -ά, -έ (ο):
389 , λαχταριστός (ο) , λαχταρέ (α):
390 , λεπρός (ο) , λεπρέ (ο):
391 , λερωμένος (ο) , λερέ -ά -έ (ο):
392 , λεύκα (η) , λεύκο (ο):
393 , λίγο-λίγο (το) , κομματάκι – κομματακι , απαδουτέ, -ά, -έ (ο):
394 , λιμασμένος (ο) , πεινασμένος , λιμαστέ -ά -έ (ο):
395 , λυγερός -ή -ό (ο) , λυγερέ -ά -έ (ο):
396 , λυπητερός (ο) , λυπητερέ (α):
397 , λωβιασμένος (ο) , ουβιαστέ (ο):
398 , μαζεμένος , μαζουτέ, -ά, -έ (ο):
399 , μακαρίτης (ο) , μακαρίτα (ο):
400 , μακρινός (ο) , απομακρυσμένος , αλλαργινέ (ο):
401 , μακρινός -ή -ό (ο) , μακρυνέ -ά -έ (ο):
402 , μακρύς,-ιά,-ύ , μακρού,-ρεία-ρού:
403 , μακρύτερος , μακρότερος , μακρούτερε,-τέρα,-τέρε:
404 , μαλακός,-ή,-ό , μακό,-ά,-ό:
405 , μαλαματένιος (ο) , μαματένιε (ο):
406 , μαλιαρός -ή -ό , τσιχαρά-ού-έ (ο):
407 , μαλλιαρός,-ή,-ό (ο) , μαλλιαρέ,-ά,-έ (ο):
408 , μάλλινος,-η,-ο (ο) , μάλλινε,-ε,-ε (ο):
409 , μαυριδερός (ο) , μελαχροινός , μαυροδερέ -ά -έ (ο):
410 , μαυροντυμμένος (ο) , μαυροκουρνιαχτέ-ά-έ (ο):
411 , μεγάλος (ο) , ατσέ (ο):
412 , μεγαλούτσικο (το) , ατσούσικο (το):
413 , μελαγχολικός (ο) , μελαχολικό (ο):
414 , μελανιασμένος (ο) , πελί (ο):
415 , μελής (ο) , μελισσέ -ά -έ (ο):
416 , μελισσοκόφινο (το) , μελισσοκόθινε (το):
417 , μερικοί -ές -ά , μεριτζοί -τζέ -κά:
418 , μεσημεριανός (ο) , μεσαμερανέ -ά -έ (ο):
419 , μεσιανός (ο) , μεσαρινέ-ά-έ (ο):
420 , μεσιανός (ο) , μισαρινέ-ά-έ (ο):
421 , μεστός (ο) , μεστέ-ά-έ (ο):
422 , μεταξένιος (ο) , μεταξένιε (ο):
423 , μη απολυμένος (ο) , ατέλειωτος , ασχόλαστος , αξαπόλυτε (ο):
424 , μη κερασμένος (ο) , ατσέραστε (ο):
425 , μη ροκανισμένος (ο) , απλάνιστος , αροκάνιστε (ο):
426 , μη υφασμένος (ο) , αφάιτε (ο):
427 , μη χουγιασμένος (ο) , μη ενοχλημένος , αχούγιαχτε (ο):
428 , Μη χτυπημένος (ο) , άδαρτος , απράνιστε (ο):
429 , μικρός (ο) , μιτσί-ά-ί (ο):
430 , μικρόσωμος (ο) , λωβό (ο):
431 , μικρούτσικο (το) , μιτσούλικο (το):
432 , μισοπεθαμένος , μωροζώντανε:
433 , μισοπεθαμένος (ο) , μισοπενατέ-ά-έ (ο):
434 , μισός (ο) , έμισε, -ε, -ου (ο):
435 , μοναχικός (ο) , ασυνάστρεφτε (ο):
436 , μοναχός (ο) , μόνος , μοναχό,-ά,-ό (ο):
437 , μονάχος (ο) , τελείως μόνος , απομόναχο (ο):
438 , μονογενής (ο) , μονογενή (ο):
439 , μόνος,-η,-ο (η) , μόνε,-α,-ου (ο):
440 , μοσχοαναθρεμμένος (η) , μοσκοανασταντέ,-ά,-έ (ο):
441 , μουγκός,-ή,-ό (ο) , μουγκό,-ά,-ό (ο):
442 , μουρμουργιάρης (ο) , μουρμουράρι,ράρα,ράρικο (ο):
443 , μπροστινός , πουρτεσινέ:
444 , μυστικός (ο) , μυστικό (α):
445 , νεαρός (ο) , νέο (ο):
446 , νεκρός (ο) , πεθαμένος , απενατέ,-ά έ (ο):
447 , νεκρός (ο) , πεθαμένος , νεκρέ (ο):
448 , νερουλός-ή-ό , νερουπό-ά-ό:
449 , νηστικός-ή-ό , νηστζικό-ά-ό:
450 , νόστιμος (ο) , νόστζιμο (ο):
451 , ντόπιος (ο) , ντόκιε (ο):
452 , ντροπαλός (ο) , ντραπαλέ (ο):
453 , νυμφικός (η) , νυθιάτσιχο (ο):
454 , ξακουσμένος (ο) , ξακουστός , ευκλεής , ξακουστέ,-ά,-έ (ο):
455 , ξάστερος (ο) , ξάστερε (ο):
456 , ξαφνικός (ο) , αιφνίδιος , άξαφνε (ο):
457 , ξελογιασμένος (ο) , ξεδουτέ -ά -έ (α):
458 , ξέννιαστος (ο) , αμέριμνος , ξέννοιαστε (ο):
459 , ξεπαγιασμένος (ο) , κουβαριασμένος , κιουκιούρι (ο):
460 , ξεπεσμένος (ο) , ξεπεφτέ (ο):
461 , ξεχωριστός,-ή,-ό (ο) , ξεχουριστέ,-ά,-έ (ο):
462 , ξιππασμένος (ο) , περήφανος , ξιππαστέ,-ά,-έ (ο):
463 , ξύλινος (ο) , ξούλινε (ο):
464 , ξυπόλυτος (ο) , τσαπόλητε, (ο):
465 , ο αρραβωνιάρης , αρραβωνιασμένος , αρραβωνιαστικό (ο):
466 , όλα , όλε:
467 , ολόκερος (ο) , ολάτζερε -ε -ε (ο):
468 , ολόκληρος (ο) , ατσέζε (ο):
469 , ολόκληρος (ο) , σύσωμο (ο):
470 , ολόκληρος (ο) , ακέραιος , ατόθυε (ο):
471 , ολόχρυσος (ο) , ολόχρυσε -ε -ε (ο):
472 , ομαλός (ο) , ούμελε (ο):
473 , ονομαστός (ο) , ονομαστέ-ά-έ (ο):
474 , οξύθυμος (ο) , ευερέθιστος , αράθυμο (ο):
475 , όξυνος-η-ο , ξυνός-ή-ό , ξυνέ-ά–έ:
476 , οξύς-εία-ύ , μυτερός , τσουφαρέ-ά-έ:
477 , όποιος-όποια-όποιο (ο) , όποιε:
478 , ορατός (ο) , ορατέ,-ά,-έ (ο):
479 , οργισμένος (ο) , οργιστέ,-ά,-έ (ο):
480 , ορθός (ο) , ορθέ,-ά,-έ (ο):
481 , ορφανός-ή-ό , ορφανέ-ά-έ:
482 , όσος-η-ο , όσε-ά-ού:
483 , οφθαλμος (ο) , ψιλέ ή εψιλέ (ο):
484 , όψιμος (ο) , όψιμο (ο):
485 , παγωμένος (ο) , παγουτέ (ο):
486 , παλαβός (ο) , τρελλός , παλαβό (α):
487 , παλιόγρια (η) , κακογραΐδι , η κακογρία (το):
488 , παλιός (ο) , παλιέ (ο):
489 , παντοτεινός-ή -ό , παντοκεινέ-ά-έ:
490 , παπαδίστικο , παπαδιχό-ά-ό:
491 , παράξενος (ο) , παράξενε-ε-ε (ο):
492 , παρδαλός (ο) , παρδαλέ -ά -έ (ο):
493 , παχύς (ο) , παχείε (ο):
494 , παχύς (ο) , χονδρέ (α):
495 , παχύς (ο) , εύσωμος , σωματώδης , αρούκατε (ο):
496 , πέμπτος (ο) , πέντατε (ο):
497 , περασμένος , φτακλήσαρε:
498 , περαστικός (ο) , περαστζικό (ο):
499 , περισσότερα , πλέτερα:
500 , πηγαιμένος (ο) , ζακού (ο):
501 , πηχτός (ο) , πητέ (ο):
502 , πιασμένος (ο) , κιατέ (α):
503 , πικρός (ο) , κικρέ (ο):
504 , πισινός (ο) , κισινέ (ο):
505 , πλασμένο (το) , πρατέ-ά-έ (ο):
506 , πλατύς-εία-ύ (ο) , πρατείε -τεία-κιού (ο):
507 , πλατύτερος (ο) , πράκιου (ο):
508 , πλούσιος (ο) , πλούσιε (ο):
509 , ποιός (ο) , περ αντί ποιερ (ο):
510 , πολύ αδύνατος (ο) , κουρασμένος , αποτσυγουτέ (ο):
511 , πολύ καλός (ο) , πεντάκαλε (ο):
512 , πολύ μελαχρινός (ο) , μαύρος , αραποσάβανε (ο):
513 , πολυλογάς (ο) , φλύαρος , αποαλητέ (ο):
514 , πολυξερος (ο) , πολύξερε (ο):
515 , πολύς -ή -ύ (ο) , πάσε-α -ου (ο):
516 , πολύς-η πολλή το πολύ (ο) , περσέ -ά -ού (ο):
517 , πολυχρονεμένος (ο) , πολυχρονευτέ,-ά,-έ (ο):
518 , πονεμένος (ο) , μοζατέ-ά-έ (ο):
519 , πονηρός (ο) , πονηρέ,-ά,-έ (ο):
520 , πόσος , πόσε:
521 , ποτιστικός (ο) , ποκιστικό (ο):
522 , πράσινος-η-ο , πράσινε-ε-ε:
523 , πρόθυμος (ο) , πρόθυμο (ο):
524 , προσεχτικός (ο) , προσεχτικό-ά-ό (ο):
525 , πρώτος,-η -ο (ο) , πρώτε,-α,-πρώκιου (ο):
526 , πρωτοφανής (ο) , προφαντέ,-ά,-έ (ο):
527 , πτωχός , φτωχό ,-ά, -ό (ο):
528 , πυκνός (ο) , κυκνέ (ο):
529 , ρηχός (ο) , ρηχό-ά-ό (α):
530 , ροδοκόκκινος (ο) , ροδοκότσινε-ε-ε (ο):
531 , σαλιάρης (ο) , φλυαρός , σαλιάρι -ρα -ρικο (ο):
532 , σάπιος (ο) , σάπρε (ο):
533 , σαχλός , σαχλέ-ά-έ:
534 , σημερινός (ο) , σαμαρινέ -ά -έ (ο):
535 , σιδερένιος (ο) , σιδερένιε (ο):
536 , σιχαμερός (ο) , σιχαμερέ,-ά,-έ (ο):
537 , σκασμένος (η) , κρατέ (ο):
538 , σκοτεινός (ο) , ψιφουτέ (α):
539 , σκοτεινός-ή-ό (ο) , σκοτεινέ-ά-έ (ο):
540 , σουρωμένος (ο) , ασητέ (ο):
541 , σπάρτινος (ο) , πάντζινε,-ε,-ε (ο):
542 , σπάταλος άνθρωπος (ο) , ξεδρεμελιουράρι (ο):
543 , σταθερός (ο) , ευσταθής , σταθερέ (ο):
544 , στενόχωρος (ο) , στενόχωρε (ο):
545 , στρεβλός (ο) , τυφλός , στραβό,-ά,-ό (ο):
546 , στρογγυλός (ο) , στροντζυλέ,-τζυά,-τζυλέ (ο):
547 , συννεφιασμένος (ο) , συγνεφουτέ,-ά,-έ (ο):
548 , συρτός (ο) , σουρτέ (ο):
549 , σωστός (ο) , σουστέ-ά-έ:
550 , ταπεινός (ο) , ταπεινέ (ο):
551 , ταχτικός (ο) , ταχκικό-α-ο (ο):
552 , τελείως ξένος , άγνωστος , απόξενε (ο):
553 , τεντωτά , τεντωμένος , τέζα:
554 , τέτοιος , τσιτερί:
555 , τίνος; , τσουνέρ:
556 , τόσος,-η,-ο (ο) , τόσε,-α,-ου (ο):
557 , τραχύς (ο) , τσαχύ (α):
558 , τρελός (ο) , ζουρλέ (ο):
559 , τρελός (ο) , ντρελέ (ο):
560 , τρελός-ή-ό (ο) , παρτέ-ά-έ (ο):
561 , τρεχάτος (ο) , δρανιτέ (α):
562 , τρυγικός (ο) , τρυγικό (ο):
563 , τρυφερός (ο) , τρυφερέ,-ά,-έ (ο):
564 , υγρός (ο) , ογρέ -ά -έ (ο):
565 , υγρός (ο) , υγρέ, -ά, -έ (ο):
566 , υπερήφανος (ο) , περήφανε (ο):
567 , ύστερος , τελευταίος , υστερινέ (ο):
568 , υφασμένος (ο) , κρουστέ (ο):
569 , υψηλός (ο) , ψελέ (ο):
570 , φαγωμένος , φαητέ:
571 , φανερός (ο) , φανερέ, -ά, -έ (ο):
572 , φετινός , σατζινέ-ά-έ:
573 , φθονερός,ζηλιάρις (ο) , φτονερέ (α):
574 , φλύαρος (ο) , ο πολυλογάς , αστόμουτε (ο):
575 , φλύαρος , πολυλογάς , ασίγιστε (ο):
576 , φορτωμένος , αποτσουτέ, ά, -έ (ο):
577 , φορτωμένος (ο) , ζαλωμένος , ζαουτέ (ο):
578 , φρέσκος,-ια,-ο (ο) , νωπό,-ά,-ό (ο):
579 , φτερωτός (ο) , φτερουτέ (α):
580 , φυσικός (ο) , φυσικό (ο):
581 , χαλκωματένιος (ο) , χαλκουμετένιε (το):
582 , χαμηλός (ο) , χαμελέ:
583 , χαριτωμένος (ο) , χαριτουτέ (ο):
584 , χαρούμενος (ο) , χαιρητέ (ο):
585 , χορτάτος (ο) , χοντάτε (ο):
586 , χωρίς μερτικό (ο) , απόκληρος , αμέρκικο (το):
587 , χωρίς πονηριά (ο) , Ειλικρινής , απόνηρε (ο):
588 , χωρίς ρόκα (ο) , χωρίς εργαλείο για γνέσιμο , αρόκατε (ο):
589 , ψαχνός, (ο) , στεγνός,ξερός , ψαχνέ (ο):
590 , ψηλός (ο) , αψελέ (ο):
591 , ψήλος λεπτος (ο) , ψιλέ,ψία,ψίλε (α):
592 , ώμορφος (ο) , ώμορφο (ο):
593 , ωμός , άβραστος , άψητο (ο) , ωμό- α- ο (ο):
==========================================
Λεξικό Επίθετα -ΤΣ>ΕΛ(παρακάνω ΕΛ>ΤΣ)
1 , άγγιουτε (ο): , άνδυτος (ο) , μη ενδεδυμένος , γυμνός
2 , αγέννατε (ο): , αγέννητος (ο)
3 , άγερε (ο): , αγέραστος (ο)
4 , αγιούριστε -ε -ε (ο): , αγύριστος (ο) , μη επιστραφείς
5 , αγκικρυνέ (ο): , αντικρινός (ο) , απέναντι
6 , αγράμματε -ε -ε (ο): , αγράμματος (ο)
7 , αζήνιουτε (ο): , αζημίωτος (ο)
8 , ακιστατέ (ο): , κουρασμένος (ο) , η κόπωση , η εξάντληση
9 , άκιστε (ο): , άπιστος (ο) , ο δύσπιστος , ο καχύποπτος
10 , ακιστέ, -α, -ε (ο): , αλατισμένος (ο)
11 , άκιστε, -ε, -ε (ο): , ανάλατος (ο)
12 , άκλερε (ο): , άτεκνος (ο) , χωρίς παιδιά
13 , ακρινέ, -ά -έ (α): , ακρινός (ο) , τελευταίος
14 , ακύλιτε (ο): , ατύλιχτος (ο)
15 , άκωλε΄, -ε, -ε (ο): , άκωλος (ο) , άπατος
16 , αλλαργινέ (ο): , μακρινός (ο) , απομακρυσμένος
17 , άλλε,α άβα, το άλλιου (ο): , άλλος, άλλη, άλλο (ο)
18 , αλλοίθωρε, -ε, -ε (ο): , αλλήθωρος (ο)
19 , άλυουτε (α): , άλιωτος (ο) , ο μη λιωμένος
20 , άλυτε (α): , άλυτος (ο) , δεμένος , αυτός που δεν έχει λυθεί
21 , αμάζουτε (α): , αμάζευτος (ο) , ο μη μαζεμένος
22 , αμάραντε (το): , αμάραντος (ο) , ο θαλερός , ο αειθαλής
23 , αμαρκάλιστε (ο): , αβάτευτος (ο)
24 , άμαχο (ο): , άμαχος (ο) , ήσυχος , φιλήσυχος
25 , αμέθυστε (ο): , αμέθυστος (ο)
26 , αμελέτητε (ο): , αμελέτητος (ο) , ο αδιάβαστος
27 , αμέρατε (ο): , αδιαμοίραστος (ο) , αδιανέμητος
28 , αμέρκικο (το): , χωρίς μερτικό (ο) , απόκληρος
29 , αμέτσητε (ο): , αμέτρητος (ο) , άπειρος
30 , αμόγητε (ο): , ακούραστος (ο)
31 , άμοιρε (ο): , άμοιρος (ο) , ο άτυχος
32 , αμόλευτε (ο): , αμόλυντος (ο)
33 , αμούκρουτε (ο): , άστειφτος (ο) , αξεζούμιστος
34 , αμπάιτε (ο): , αβγαλτος (ο) , μη εισελθών
35 , αμπάλητε (ο): , άβγαλτος (ο) , αθώος , άπειρος
36 , αναποφάσιστε (ο): , αναποφάσιστος (ο)
37 , ανθρώκινε (ο): , ανθρώπινος (ο)
38 , αντζίντυνε (ο): , ακίνδυνος (ο)
39 , άντουτε (ο): , ακτύπητος (ο)
40 , αξανάποιτε (ο): , αζύμωτος (ο)
41 , αξαπόλυτε (ο): , μη απολυμένος (ο) , ατέλειωτος , ασχόλαστος
42 , άξαφνε (ο): , ξαφνικός (ο) , αιφνίδιος
43 , αξούριστε (ο): , αξύριστος (ο)
44 , αόρατε (ο): , αόρατος (ο)
45 , απαδουτέ, -ά, -έ (ο): , λίγο-λίγο (το) , κομματάκι – κομματακι
46 , απαλέ (ο): , απαλός (ο) , μαλακός
47 , απάλινε (ο): , ακάνθινος (ο) , χωρίς αγκάθια
48 , απάνθρωπο (ο): , απάνθρωπος (ο)
49 , απαραίτητε (ο): , απαραίτητος (ο)
50 , απαρηγόρητε (ο): , απαρηγόρητος (ο)
51 , απάτητε (ο): , απάτητος (ο)
52 , απελπιστέ (α): , απελπισμένος (ο)
53 , απένατε (ο): , ζωντανός (ο)
54 , απενατέ,-ά έ (ο): , νεκρός (ο) , πεθαμένος
55 , απλέ (α): , απλός (ο) , απαίδευτος
56 , απλέρουτε (ο): , απλήρωτος (ο)
57 , απλήγουτε (ο): , απλήγωτος (ο)
58 , αποαλητέ (ο): , πολυλογάς (ο) , φλύαρος
59 , απόκιστε (ο): , απότιστος (ο)
60 , απολέμητε (ο): , απολέμητος (ο)
61 , απόμερε (ο): , απομονωμένος (η) , μοναξιά
62 , απομόναχο (ο): , μονάχος (ο) , τελείως μόνος
63 , άπονε (ο): , άπονος (ο) , σκληρός
64 , απόνηρε (ο): , χωρίς πονηριά (ο) , Ειλικρινής
65 , απόξενε (ο): , τελείως ξένος , άγνωστος
66 , απόστσεπο (ο): , ασκέπαστος (ο)
67 , απότσουτε (ο): , αφόρτωτος (ο) , μη φορτωμένος
68 , αποτσουτέ, ά, -έ (ο): , φορτωμένος
69 , αποτσυγουτέ (ο): , πολύ αδύνατος (ο) , κουρασμένος
70 , απούλητε (ο): , απούλητος (ο)
71 , απούματε (ο): , ασκέπαστος (ο)
72 , απούντετε (ο): , άσβηστος (ο)
73 , απράγιαστε (ο): , απλάγιαστος (ο) , ακοίμητος , ξύπνιος
74 , άπραγο (ο): , άπραγος (ο) , άπειρος
75 , απράνιστε (ο): , Μη χτυπημένος (ο) , άδαρτος
76 , άπρατε (ο): , άπλαστος (ο) , ανόητος
77 , άπρεπο (ο): , άπρεπος (ο)
78 , άπρετε (ο): , άπλεχτος (ο)
79 , άπρετε (ο): , απείραχτος , ακέραιος
80 , άπριτε (ο): , άπνιχτος (ο)
81 , απροδόντζιχτε (ο): , άγγιχτος (ο)
82 , απρόσεχτε (ο): , απρόσεχτος (ο)
83 , απροσκάλεστε (ο): , απροσκάλεστος (ο)
84 , απροστάτευτε (ο): , απροστάτευτος (ο)
85 , απροστσύνητε (ο): , απροσκύνητος (ο)
86 , αράθυμο (ο): , οξύθυμος (ο) , ευερέθιστος
87 , αράκη (ο): , αράπης (ο) , μαύρος
88 , αραποσάβανε (ο): , πολύ μελαχρινός (ο) , μαύρος
89 , αραποσικένιε (ο): , καλαμποκίσιος (ο)
90 , αραποσικίσε (ο): , καλαμποκίσιος (ο)
91 , άρατε (ο): , άφαντος (ο) , πολύ γρήγορος
92 , άραφτε (ο): , άραφτος (ο)
93 , αραχνιαστέ (ο): , καταραμένος (ο) , κακορίζικος , έρημος
94 , αρβανίτσιχο (ο): , αλβανίτικος (ο)
95 , αργακινέ (ο): , βραδινός (ο)
96 , αργίτσιχο (ο): , αργίτικος (ο)
97 , αργό (ο): , αργός (ο)
98 , αργοσυγύζιστε (ο): , αργοσυγύριστος (ο) , που αργεί να κάνει κάτι
99 , αρέντιστε (ο): , αράντιστος (ο)
100 , άρεστε (ο): , άβρετος (ο) , αυτός που δεν έχει βρεθεί
101 , αριστερέ (ο): , αριστερός (ο)
102 , άρκανε (ο): , γυμνός (ο)
103 , άρμευτε (ο): , ανάρμεχτος (ο)
104 , αρμυρέ ,-α, -έ (ο): , αλμυρός (ο)
105 , αροκάνιστε (ο): ,απλάνιστος, μη ροκανισμένος (ο)
106 , αρόκατε (ο): , χωρίς ρόκα (ο) , χωρίς εργαλείο για γνέσιμο
107 , αρούκατε (ο): , παχύς (ο) , εύσωμος , σωματώδης
108 , αρούφητε (ο): , αρούφητος (ο) , χωρίς να έχει ρουφηχτεί
109 , αρραβώνιαστε (ο): , αμνήστευτος (ο) , αρραβώνιαστος
110 , αρραβωνιαστικό (ο): , ο αρραβωνιάρης , αρραβωνιασμένος
111 , άρρωστε (ο): , άρρωστος (ο)
112 , αρσενικοσήλυκο (ο): , αρσενικοθήλυκος (ο) , ερμαφρόδιτος
113 , άρυτε,-ε,-ε (ο): , άρμεχτος
114 , αρχοντοξεπευτέ (ο): , αρχοντοξεπεσμένος (ο)
115 , αρχύτερε (ο): , αρχύτερος (ο) , γρηγορότερος
116 , ασάλευτε (ο): , ασάλευτος (ο) , αμετακίνητος
117 , ασάλιτε (ο): , αβύζαχτος , αθήλαστος
118 , ασαπούνιστε (ο): , ασαπούνιστος (ο)
119 , ασαράγκιστε (ο): , ασαράντιστος (ο) ,
120 , ασάρουτε (ο): , ασκούπιστος (ο)
121 , άσαφτε (ο): , άρραφτος (ο)
122 , άσαχτε (ο): , άφτιαχτος (ο)
123 , ασβάρνιστε (ο): , ασβάρνιστος (ο)
124 , ασείρευτε (ο): , αστείρευτος (ο) , ανεξάντλητος
125 , ασεκλέκιστε (ο): , αστενοχώρητος (ο)
126 , ασέριτε (ο): , αθέριστος (ο)
127 , ασήμαδε (ο): , ασημάδευτος (ο)
128 , ασημάδευτε (ο): , ασημάδευτος (ο)
129 , ασημένιε (ο): , ασημένιος (ο)
130 , ασήμουτε (ο): , ασήμωτος
131 , ασητέ (ο): , σουρωμένος (ο)
132 , άσητε (ο): , ασούρωτος (ο)
133 , ασίγιστε (ο): , φλύαρος , πολυλογάς
134 , ασιδέρουτε (ο): , ασιδέρωτος (ο)
135 , ασίλιτε (ο): , αθήλαστος (ο)
136 , ασίμουτε (ο): , αστρίμωχτος (ο)
137 , ασίντουτε (ο): , αρίζωτος (ο)
138 , ασίτευτε (ο): , ασίτευτος (ο)
139 , ασκάλιστε (ο): , ασκάλιστος (ο)
140 , ασκάριστε (ο): , ασκάριστος (ο)
141 , άσκαφτε (ο): , άσκαφτος (ο)
142 , ασκόρκιστε (ο): , ασκόρπιστος (ο)
143 , ασκότουτε (ο): , ασκώτοτος (ο)
144 , ασομόατε (ο): , απρόσεχτος (ο)
145 , ασόνιστε (ο): , αθέρμαντος (ο)
146 , ασούρουτε (ο): , ασούρωτος (ο)
147 , άσουστε (ο): , άσωστος (ο) , ο λανθασμένος
148 , άσουφτε (ο): , άστριφτος (ο)
149 , ασπαργάνιστε (α): , αγέννητη (η)
150 , ασπήδητε (ο): , απήδητος (ο)
151 , άσπλαχνε (ο): , άσπλαχνος (ο) , σκληρός
152 , αστάλιαστε (ο): , αξεκούραστος
153 , αστάλιστε (ο): , άστητος (ο) , ο μη στημένος
154 , αστανιάζιστε (ο): , αστανιάριστος (ο) , ο μη εφαρμοσμένος
155 , αστάσαστε (ο): , αστάσιατος
156 , αστάυρουτε (ο): , ασταύρωτος (ο)
157 , αστένευτε (ο): , αστένευτος
158 , αστενοχώρευτε (ο): , αστενοχώρητος (ο)
159 , αστέρευτε (ο): , αστείρευτος (ο)
160 , αστοίβαστε (ο): , αστοιβασμένος
161 , αστοκάματε (ο): , απρόκοπος (ο)
162 , αστόλιστε (ο): , αστόλιστος (ο)
163 , αστόμουτε (ο): , φλύαρος (ο) , ο πολυλογάς
164 , αστούγκιστε (ο): , ακοπάνιστος (ο)
165 , αστράβουτε (ο): , αστράβωτος (ο)
166 , αστράντζιχτε (ο): , αστράγγιστος (ο)
167 , αστραποκοφτέ (ο): , κομμένος (ο) , στοτωμένος από αστραπή
168 , άστρεχτε (ο): , άστερκτος (ο) ,ασυμφωνος
169 , αστσέπαστε (ο): , ασκέπαστος (ο)
170 , αστσέφτε (ο): , επιπόλαιος (ο)
171 , άστσημο (ο): , άσχημος (ο)
172 , αστύουτε (ο): , αστύλωτος (ο)
173 , άστυφτε (ο): , άστυφτος (ο)
174 , ασύβαστε (ο): , ασύμβαστος (ο)
175 , ασυγύζιστε (ο): , ασυγύριστος (ο)
176 , ασύκρουτε (ο): , ασυδαύλιστος (ο) , η φωτιά χωρίς ξύλα
177 , ασυμφώνιστε (ο): , ασυμφώνητος (ο)
178 , ασυνάστρεφτε (ο): , μοναχικός (ο)
179 , ασύφταστε (ο): , ασύφταστος (ο) , ανυπόμονος , βιαστικός
180 , ασύχιστε (ο): , ασύγχυτος (ο) , αστενοχώρητος
181 , ασυχώρετε (ο): , ασυγχώρητος (ο)
182 , άσφιχτε (ο): , άσφιχτος (ο)
183 , άσωτε (ο): , άσωτος (ο) , σπάταλος
184 , ατάγιστε (ο): , ατάγιστος (ο) , νηστικός
185 , αταίζαστε (ο): , αταίριαστος (ο) , ασύμφωνος
186 , ατάιστε, -ε, -ε (ο): , ασήκωτος (ο)
187 , ατάρατε (ο): , ατάραχτος (ο)
188 , ατάραχο (ο): , ατάραχος (ο)
189 , άταχτε (ο): , άταχτος (ο)
190 , ατεγάνιστε (ο): , ατηγάνιστος (ο)
191 , άτεκνε (ο): , άτεκνος (ο)
192 , ατέλειουτε (α): , ατέλειωτος (ο)
193 , ατελεσφόρετε (ο): , ατελειωμένος (ο)
194 , ατέντουτε (ο): , ατέντωτος (ο)
195 , άτερε (ο): , διαφορετικός (ο) , καλύτερος
196 , ατζαμή (ο): , ατζαμής (ο)
197 , ατζίνδυνε (ο): , ακίνδυνος
198 , ατζίνητε (ο): , ακίνητος
199 , ατζοινώνητε (ο): , ακοινώνητος
200 , ατζύπουτε (ο): , ατρύπωτος (ο)
201 , ατόθυε (ο): , ολόκληρος (ο) , ακέραιος
202 , ατράβητε (ο): , ατράβηχτος (ο)
203 , ατρεμούλιαστε (ο): , αυτός που δεν τρέμει
204 , άτσαιρε (ο): , άκαιρος (ο)
205 , άτσατε (ο): , άξαντος (ο) , μη ξασμένος
206 , ατσέ (ο): , μεγάλος (ο)
207 , ατσέζε (ο): , ολόκληρος (ο)
208 , ατσέματε (ο): , ατρόμητος (ο) , άφοβος
209 , ατσένουτε (ο): , ακένωτος (ο) , ο μη κενός
210 , ατσέντρουτε (ο): , ακέντρωτος (ο)
211 , ατσέραστε (ο): , μη κερασμένος (ο)
212 , ατσέρδευτε (ο): , ακέρδητος (ο) , Αυτός που δεν κέρδισε
213 , ατσέρουτε (ο): , ακέρωτος (ο) , μη κερωμένος
214 , ατσήβευτε (ο): , αφρόντιστος (ο) , απεριποίητος
215 , ατσίγκιστε (ο): , ατσίμπητος (ο)
216 , ατσίνητε (ο): , ακίνητος (ο)
217 , ατσίτσουτε (ο): , ακλάδευτος (ο)
218 , άτσιφτε (ο): , άτριφτος (ο)
219 , ατσοινώνητε (ο): , ακοινώνητος (ο)
220 , ατσοκάνιστε (ο): , ανευνούχιστος (ο) , αμουνούχιστος
221 , ατσούσικο (το): , μεγαλούτσικο (το)
222 , άτσουτε (ο): , άξυστος (ο)
223 , ατσύγητε (ο): , ατρύγητος (ο)
224 , αυγουστιάτικο (το): , αυγουστιάτικο (το)
225 , άυλε (ο): , άυλος (ο) , μικρόσωμος , λεπτός
226 , αυλόγυρε (ο): , αυλόγυρος (ο)
227 , άυπνε (ο): , άυπνος (ο)
228 , αύρατε (ο): , απαρτος
229 , αφάητε (α): , αφάγωτος (η)
230 , αφάιτε (ο): , μη υφασμένος (ο)
231 , άφαντε (ο): , άφαντος (ο) , χαμένος
232 , άφατε, -ε, -ε (ο): , ανύφαντος ,
233 , άφερτε (ο): , άφερτος (ο)
, αφητέ, -ά, -έ (ο): , εγκαταλειμμένος , αφημένος
234 , άφκιαστε (ο): , άφτιαχτος (ο)
235 , άφκυστε (ο): , άφτυστος (ο)
236 , άφοβο (ο): , άφοβος (ο)
237 , αφόρεστε (ο): , αφόρετος (ο) ,
238 , αφούκιστε (ο): , αφώτιστος (ο)
239 , αφούρνιστε (ο): , αφούρνιστος (ο)
240 , αφούσκουτε (ο): , αφούσκωτος (ο)
241 , αφράκιου (ο): , αφράτος (ο)
242 , αφράτε (ο): , αφράτος
243 , άφραχτε (ο): , άφραχτος (ο)
244 , αφρέ, -ά, έ (ο): , ελαφρύς (ο)
245 , άφρυτε (ο): , άφρυχτος (ο)
246 , άφτατε (ο): , άψητος (ο)
247 , άφτιτε (ο): , αφύτευτος (ο)
248 , αφτόιστε (ο): , απτόητος (ο)
249 , άφτουρε (ο): , άφτουρος
250 , αφύατε (ο): , αφύλαχτος (ο)
251 , αφύσικο (ο): , αφύσικος (ο)
252 , άφωνε (ο): , άφωνος (ο)
253 , αχάζιστε (ο): , αχάριστος (ο)
254 , αχάζιστε (ο): , αχάριστος (ο)
255 , αχαζιστία (α): , αχαριστία (η)
256 , αχάιδευτε (ο): , αχάιδευτος (ο)
257 , αχάιδευτε (ο): , αχάιδευτος (ο)
258 , αχαίζητε (ο): , αχαρος
259 , αχαιρέκιστε (ο): , αχαιρέτιστος (ο)
260 , αχαΐρευτε (ο): , απρόκοπος (ο)
261 , αχάλετε (α): , αλεύκαντος (ο) , ακάθαρτος
262 , αχαλίνουτε (ο): , αχαλίνωτος (ο)
263 , αχαμνέ (ο): , αδύνατος (ο) , άπαχος
264 , αχαράκουτε (ο): , αχαράκωτος (ο)
265 , άχαρε (ο): , άχαρος (ο)
266 , άχατε (ο): , αχάλαστος (ο)
267 , άχεστε (ο): , άχεστος (ο)
268 , αχήρευτε (ο): , αχήρευτος (ο)
269 , αχκιούπητε (ο): , αχτύπητος (ο)
270 , άχκιστε (ο): , άχτιστος (ο)
271 , άχλιφτε (ο): , αθλιμμένος
272 , αχόλιαστε (ο): , αχόλιαστος (ο) , αστεναχώρητος
273 , αχόνταγο (ο): , αχόρταστος (η) , λαίμαργος
274 , αχούγιαχτε (ο): , μη χουγιασμένος (ο) , μη ενοχλημένος
275 , ακριβό, -ά, -ό (ο): , ακριβός (ο) , υψηλή τιμή
276 , αχούξιστε (ο): , αχώριστος (ο)
277 , αχούχλιστε (ο): , ακόχλαστος (ο) , άβραστος
278 , αχρείε, -α, -ε (ο): , αχρείος (ο) , άθλιος , ελεεινός
279 , αχρόνιστε (ο): , αχρόνιστος (ο)
280 , αχσείαστε (ο): , αχρείαστος (ο)
281 , άχσηστε (ο): , άχρηστος (ο)
282 , αχταριστέ, -ά, -έ (ο): , λαχταριστός (ο)
283 , αχτένιστε (ο): , αχτένιστος (ο)
284 , αχωμάκιστε (ο): , αχωμάτιστος (ο)
285 , αχώνευτε (ο): , αχώνευτος (ο)
286 , άψατε (ο): , ασκούπιστος (ο)
287 , αψάφητε (ο): , άψαχτος (ο) , αψηλάφητος
288 , αψελέ (ο): , ψηλός (ο)
289 , αψόφητε (ο): , αψόφητος (ο) , ζωντανός
290 , αψώνιστε (ο): , αψώνιστος (ο)
291 , βαθείε, -εία, ιού (ο): , βαθύς (ο)
292 , βαθιουτέ (ο): , βαθουλός (ο)
, βαθιούτερε,τερα,τερε (ο): , βαθύτερος,α,ο
293 , βαρετέ (ο): , βαρετός (ο)
294 , βατέ (ο): , κλαμένος (ο)
295 , βαϋτέ (ο): , κλαμένος (το) , οδυρμός
296 , βεουδένιε (ο): , βελουδένιος (ο)
297 , βιαστσικό (ο): , βιαστικός (ο)
298 , βλαβερέ (ο): , βλαβερός (ο)
299 , βορινέ (ο): , βορινό μέρος (το)
300 , βουβό (ο): , βουβός (ο) , άφωνος , μουγγός
301 , βουϊνέ (ο): , βοδινός (ο)
302 , βουκιστέ ή βουκιαστέ (ο): , βουτηγμένος (ο)
303 , βραχνέ, -ά, -έ (ο): , βραχνός, ή, ό (ο)
304 , βρετέ (ο): , βρεγμένος (ο)
305 , βροχότσαιρε (ο): , βροχότερος (ο)
306 , γαϊδουρινέ (ο): , γαϊδουρινός (ο)
307 , γιαστέ (ο): , γελασμένος (ο)
308 , γιομάτε (ο): , γεμάτος (ο)
309 , γκαβό (ο): , γκαβός (ο) , αλλοίθωρος
310 , γκάνα: , κανένα
311 , γκανία (α): , καμία (η)
312 , γκρουφό (ο): , κρυφός (ο) , ύπουλος
313 , γλυτζερέ (ο): , γλυκερός (ο)
314 , γλυφό (ο): , γλυφός (ο)
315 , γυμνέ, ά, έ (ο): , γυμνός (ο)
316 , δειλέ (ο): , δειλός (ο)
317 , δείλε (ο): , γυμνοσάλιαγκος (ο)
318 , δενατέ, ά, έ (ο): , δυνατός (ο) , ισχυρός
319 , δεύτερε (ο): , δεύτερος (ο)
320 , διαφορετικό (ο): , διαφορετικός (ο)
321 , δικό (ο): , δικός (ο)
322 , δίτζαιε (ο): , δίκαιος (ο)
323 , δρανιτέ (α): , τρεχάτος (ο)
324 , δροσερέ (ο): , δροσερός (ο)
325 , δύσβατε (ο): , δύσβατος (ο)
326 , δύσκολε (ο): , δύσκολος (ο)
327 , δυστυχιστέ (ο): , δυστυχισμένος (ο)
328 , δύστυχο (ο): , δυστυχής (ο)
329 , εαυτέ (ο): , εαυτός
330 , ελεύτερε (ο): , ελεύθερος (ο)
331 , έμισε, -ε, -ου (ο): , μισός (ο)
332 , ενάντιε (ο): , ενάντιος (ο)
333 , ενάρετε (ο): , ενάρετος (ο)
334 , εξαίρετε (ο): , εξαίρετος (ο)
335 , έξυπνε (ο): , έξυπνος (ο)
336 , επιδέξιε: , επιδέξιος
337 , επιτήδειε (ο): , επιτήδειος (ο) , επιδέξιος
338 , εύθυμο (ο): , εύθυμος (ο)
339 , ευλαβή (ο): , ευλαβής (ο)
340 , ευλογητέ (ο): , ευλογητός (ο)
341 , εύλογο (ο): , εύλογος (ο)
342 , ευπρεπιστέ (ο): , ευπρεπισμένος (ο)
343 , ευτύς (ο): , ευθύς (ο)
344 , ευτυχιστέ (ο): , ευτυχισμένος (ο)
345 , έφτατε (ο): , έβδομος (ο)
346 , εφτάψουχο (ο): , εφτάψυχος (ο)
347 , ζαβό (ο): , ζαβός (ο) , στρεβλός
348 , ζακού (ο): , πηγαιμένος (ο)
349 , ζάκουρε (το): , εξέχος
350 , ζαουτέ (ο): , φορτωμένος (ο) , ζαλωμένος
351 , ζβαϊστέ (ο): , διαβασμένος (ο) , μορφωμένος
352 , ζηλιάρη (ο): , ζηλότυπος (ο)
353 , ζουμερέ (ο): , ζουμερός (ο)
354 , ζουρλέ (ο): , τρελός (ο)
355 , ζωντανέ (ο): , ζωντανός (ο)
356 , ζαχαρουτέ (το): , ζαχαρωτό (το)
357 , ήμερε (ο): , ήμερος (ο)
358 , ήσυχο (ο): , ήσυχος (ο)
359 , θαρετέ (α): , θαραλέος (ο)
360 , θασσιανέ (α): , θαλασσινός (ο)
361 , ίδιε (ο): , ίδιος (ο)
362 , καθαρέ (α): , καθαρός (ο)
363 , καθημερινέ (α): , καθημερινός (ο)
364 , καϊμένε (ο): , καημένος (ο)
365 , κακά (α): , κακιά (η)
366 , κακανασταντέ (ο): , ανάγωγος (ο) , κακός ανατεθραμένος
367 , κακιουρλιάρι (ο): , κατρουλιάρης (η)
368 , κακό (ο): , κακός (ο)
369 , κακογγιουτέ (ο): , κακοντυμένος (ο)
370 , κακογραΐδι , η κακογρία (το): , παλιόγρια (η)
371 , κακομοιραστέ (ο): , κακομοιρασμένος (ο)
372 , κακόμοιρε (ο): , κακόμοιρος (ο)
373 , κακομούντρουνε (ο): , κακομούτσουνος (ο)
374 , κακομποιτέ (ο): , κακοφτιαγμένος (ο) , δύσμορφος , άσχημος
375 , κακονατέ (ο): , κακογεννημένος (ο)
376 , κακορίζικο (ο): , κακορρίζικος (ο)
377 , κακότυχο (ο): , κακότυχος (ο)
378 , καμαρουτέ,-ά,-έ (ο): , καμαρωτός (ο)
379 , καματερέ (ο): , εργατικός (ο)
380 , καμπαϊστέ (ο): , κατεβασμένος (ο)
381 , καόκαρδε (ο): , καλόκαρδος (ο)
382 , καομαθητέ (α): , καλομαθημένος (ο)
383 , κασήμενε,-ένα,-ενε (ο): , καθισμένος (ο)
384 , καταμόναχο (ο): , καταμόναχος (ο)
385 , κατάλεκο (ο): , κατάλευκος (ο) , κάτασπρος
386 , καταρατέ (α): , καταραμένος (ο) , καταρατός
387 , κατασάρκο (ο): , καταάσαρκος (ο)
388 , καταστολίστε (ο): , καταστόλιστος (ο)
389 , καυκούλη ή καυτζιάρη (ο): , καυχησιάρης (ο)
390 , κιατέ (α): , πιασμένος (ο)
391 , κικρέ (ο): , πικρός (ο)
392 , κιουκιούρι (ο): , ξεπαγιασμένος (ο) , κουβαριασμένος
393 , κισινέ (ο): , πισινός (ο)
394 , κλέρα (α): , κληρονομος (ο) , απόγονος
395 , κολοβό: , κολοβός
396 , κοντέ: , κοντός
397 , κοτσινέ (ο): , κόκκινος (ο)
398 , κοτσίνι (ο): , κόκκινος (ο)
399 , κοτσινούτσικο (ο): , κοκκινωπός (ο)
400 , κούθιε (ο): , κούφιος (ο)
401 , κουϊα (α): , καπνισμένο (το)
402 , κουτζουλέκη (ο): , επιτήδιος κλέπτης (ο)
403 , κοφτερέ (ο): , κοφτερός (ο)
404 , κοχλάτε (ο): , κοχλάζων (ο)
405 , κοψοβότανε (ο): , κουτσάυτης (ο)
406 , κοψονούρι (ο): , αυτός με κομμένη ουρά (ο)
407 , κρατέ (ο): , σκασμένος (η)
408 , κρεμαστέ (α): , κρεμαστός (ο)
409 , κρική (ο): , κριτής (ο)
410 , κρουσταλλένιε (ο): , κρυστάλλινος (ο)
411 , κρουστέ (ο): , υφασμένος (ο)
412 , κυκνέ (ο): , πυκνός (ο)
413 , λαδερέ (ο): , λαδερός (ο)
414 , λαχταρέ (α): , λαχταριστός (ο)
415 , λεπρέ (ο): , λεπρός (ο)
416 , λερέ -ά -έ (ο): , λερωμένος (ο)
417 , λεύκο (ο): , λεύκα (η)
418 , λιακουτέ (το): , ηλιόλουστο δωμάτιο (το)
419 , λιάρα (α): , ασπρόμαυρη (η)
420 , λιμαστέ -ά -έ (ο): , λιμασμένος (ο) , πεινασμένος
421 , λιουτσαντρία (α): , γλιστερή κατηφόρα (η)
422 , λυγερέ -ά -έ (ο): , λυγερός -ή -ό (ο)
423 , λυπητερέ (α): , λυπητερός (ο)
424 , λωβό (ο): , μικρόσωμος (ο)
425 , μαζουτέ, -ά, -έ (ο): , μαζεμένος
426 , μακαρίτα (ο): , μακαρίτης (ο)
427 , μακό,-ά,-ό: , μαλακός,-ή,-ό
428 , μακρού,-ρεία-ρού: , μακρύς,-ιά,-ύ
429 , μακρούτερε,-τέρα,-τέρε: , μακρύτερος , μακρότερος
430 , μακρυνέ -ά -έ (ο): , μακρινός -ή -ό (ο)
431 , μαλλιαρέ,-ά,-έ (ο): , μαλλιαρός,-ή,-ό (ο)
432 , μάλλινε,-ε,-ε (ο): , μάλλινος,-η,-ο (ο)
433 , μαματένιε (ο): , μαλαματένιος (ο)
434 , μαυροδερέ -ά -έ (ο): , μαυριδερός (ο) , μελαχροινός
435 , μαυροκουρνιαχτέ-ά-έ (ο): , μαυροντυμμένος (ο)
436 , μελαχολικό (ο): , μελαγχολικός (ο)
437 , μελισσέ -ά -έ (ο): , μελής (ο)
438 , μελισσοκόθινε (το): , μελισσοκόφινο (το)
439 , μεριτζοί -τζέ -κά: , μερικοί -ές -ά
440 , μεσαμερανέ -ά -έ (ο): , μεσημεριανός (ο)
441 , μεσαρινέ-ά-έ (ο): , μεσιανός (ο)
442 , μεστέ-ά-έ (ο): , μεστός (ο)
443 , μεταξένιε (ο): , μεταξένιος (ο)
444 , μισαρινέ-ά-έ (ο): , μεσιανός (ο)
445 , μισοπενατέ-ά-έ (ο): , μισοπεθαμένος (ο)
446 , μιτσί-ά-ί (ο): , μικρός (ο)
447 , μιτσούλικο (το): , μικρούτσικο (το)
448 , μοζατέ-ά-έ (ο): , πονεμένος (ο)
449 , μοναχό,-ά,-ό (ο): , μοναχός (ο) , μόνος
450 , μόνε,-α,-ου (ο): , μόνος,-η,-ο (η)
451 , μονογενή (ο): , μονογενής (ο)
452 , μοσκοανασταντέ,-ά,-έ (ο): , μοσχοαναθρεμμένος (η)
453 , μουγκό,-ά,-ό (ο): , μουγκός,-ή,-ό (ο)
454 , μουρμουράρι,ράρα,ράρικο (ο): , μουρμουργιάρης (ο)
455 , μπεοκαδιαστέ (ο): , αμπελοκλαδεμένος ,
456 , μυστικό (α): , μυστικός (ο)
457 , μωροζώντανε: , μισοπεθαμένος
458 , νεκρέ (ο): , νεκρός (ο) , πεθαμένος
459 , νέο (ο): , νεαρός (ο)
460 , νερουπό-ά-ό: , νερουλός-ή-ό
461 , νηστζικό-ά-ό: , νηστικός-ή-ό
462 , νοητέ -ά -έ (ο): , έξυπνος (ο)
463 , νόστζιμο (ο): , νόστιμος (ο)
464 , ντόκιε (ο): , ντόπιος (ο)
465 , ντραπαλέ (ο): , ντροπαλός (ο)
466 , ντρελέ (ο): , τρελός (ο)
467 , νυθιάτσιχο (ο): , νυμφικός (η)
468 , νωπό,-ά,-ό (ο): , φρέσκος,-ια,-ο (ο)
469 , ξακουστέ,-ά,-έ (ο): , ξακουσμένος (ο) , ξακουστός , ευκλεής
470 , ξάστερε (ο): , ξάστερος (ο)
471 , ξεδουτέ -ά -έ (α): , ξελογιασμένος (ο)
472 , ξεδρεμελιουράρι (ο): , σπάταλος άνθρωπος (ο)
473 , ξέννοιαστε (ο): , ξέννιαστος (ο) , αμέριμνος
474 , ξεπεφτέ (ο): , ξεπεσμένος (ο)
475 , ξεχουριστέ,-ά,-έ (ο): , ξεχωριστός,-ή,-ό (ο)
476 , ξιππαστέ,-ά,-έ (ο): , ξιππασμένος (ο) , περήφανος
477 , ξούλινε (ο): , ξύλινος (ο)
478 , ξυμυτερέ-ά-έ: , αιχμηρός-ή-ό
479 , ξυνέ-ά–έ: , όξυνος-η-ο , ξυνός-ή-ό
480 , ξυφτερέ-ά-έ: , αιχμηρός-ή-ό
481 , ογρέ -ά -έ (ο): , υγρός (ο)
482 , ολάτζερε -ε -ε (ο): , ολόκερος (ο)
483 , όλε: , όλα
484 , ολόχρυσε -ε -ε (ο): , ολόχρυσος (ο)
485 , ονομαστέ-ά-έ (ο): , ονομαστός (ο)
486 , όποιε: , όποιος-όποια-όποιο (ο)
487 , ορατέ,-ά,-έ (ο): , ορατός (ο)
488 , οργιστέ,-ά,-έ (ο): , οργισμένος (ο)
489 , ορθέ,-ά,-έ (ο): , ορθός (ο)
490 , ορφανέ-ά-έ: , ορφανός-ή-ό
491 , όσε-ά-ού: , όσος-η-ο
492 , ουβιαστέ (ο): , λωβιασμένος (ο)
493 , ούμελε (ο): , ομαλός (ο)
494 , όψιμο (ο): , όψιμος (ο)
495 , παγουτέ (ο): , παγωμένος (ο)
496 , παλαβό (α): , παλαβός (ο) , τρελλός
497 , παλιέ (ο): , παλιός (ο)
498 , πάντζινε,-ε,-ε (ο): , σπάρτινος (ο)
499 , παντοκεινέ-ά-έ: , παντοτεινός-ή -ό
500 , παπαδιχό-ά-ό: , παπαδίστικο
501 , παράξενε-ε-ε (ο): , παράξενος (ο)
502 , παρδαλέ -ά -έ (ο): , παρδαλός (ο)
503 , παρτέ-ά-έ (ο): , τρελός-ή-ό (ο)
504 , πάσε-α -ου (ο): , πολύς -ή -ύ (ο)
505 , παστρικό-ά-ό: , καθαρός
506 , παχείε (ο): , παχύς (ο)
507 , πελί (ο): , μελανιασμένος (ο)
508 , πεντάκαλε (ο): , πολύ καλός (ο)
509 , πέντατε (ο): , πέμπτος (ο)
510 , περ αντί ποιερ (ο): , ποιός (ο)
511 , περαστζικό (ο): , περαστικός (ο)
512 , περήφανε (ο): , υπερήφανος (ο)
513 , περινέ-α-ε (ο): , εσπερινός-η-ο (ο) , χθεσινός
514 , περσέ -ά -ού (ο): , πολύς-η πολλή το πολύ (ο)
515 , πητέ (ο): , πηχτός (ο)
516 , πλέτερα: , περισσότερα
517 , πλούσιε (ο): , πλούσιος (ο)
518 , ποκιστικό (ο): , ποτιστικός (ο)
519 , πολύξερε (ο): , πολυξερος (ο)
520 , πολυχρονευτέ,-ά,-έ (ο): , πολυχρονεμένος (ο)
521 , πονηρέ,-ά,-έ (ο): , πονηρός (ο)
522 , πόσε: , πόσος
523 , πουρτεσινέ: , μπροστινός
524 , πράκιου (ο): , πλατύτερος (ο)
525 , πράσινε-ε-ε: , πράσινος-η-ο
526 , πρατέ-ά-έ (ο): , πλασμένο (το)
527 , πρατείε -τεία-κιού (ο): , πλατύς-εία-ύ (ο)
528 , πρόθυμο (ο): , πρόθυμος (ο)
529 , προσεχτικό-ά-ό (ο): , προσεχτικός (ο)
530 , προφαντέ,-ά,-έ (ο): , πρωτοφανής (ο)
531 , πρώτε,-α,-πρώκιου (ο): , πρώτος,-η -ο (ο)
532 , ρέμπελε (ο): , άτακτος (ο) , ακαταστατός
533 , ρηχό-ά-ό (α): , ρηχός (ο)
534 , ροδοκότσινε-ε-ε (ο): , ροδοκόκκινος (ο)
535 , ροκοδαρτέ,-ά,-έ (ο): , δαρμένος (ο)
536 , ρούσσε,-α,-ε (ο): , κοκκινομάλλης (ο)
537 , σαλιάρι -ρα -ρικο (ο): , σαλιάρης (ο) , φλυαρός
538 , σαμαρινέ -ά -έ (ο): , σημερινός (ο)
539 , σάπρε (ο): , σάπιος (ο)
540 , σατζινέ-ά-έ: , φετινός
541 , σαχλέ-ά-έ: , σαχλός
542 , σηλυκό -ά -ό (ο): , θηλυκός -ιά -ό (ο)
543 , σιδερένιε (ο): , σιδερένιος (ο)
544 , σιμελέ,-ά,-έ (ο): , κοκκαλιάρης (ο)
545 , σιχαμερέ,-ά,-έ (ο): , σιχαμερός (ο)
546 , σκοτεινέ-ά-έ (ο): , σκοτεινός-ή-ό (ο)
547 , σοβλέ,σοβά,σοβλέ (ο): , αριστερός (ο) , αριστερόχειρας
548 , σουρτέ (ο): , συρτός (ο)
549 , σουστέ-ά-έ: , σωστός (ο)
550 , σταθερέ (ο): , σταθερός (ο) , ευσταθής
551 , στεγνέ,-ά,-έ (ο): , ισχνός (ο) , αδύνατος , στεγνός
552 , στενόχωρε (ο): , στενόχωρος (ο)
553 , στραβό,-ά,-ό (ο): , στρεβλός (ο) , τυφλός
554 , στροντζυλέ,-τζυά,-τζυλέ (ο): , στρογγυλός (ο)
555 , συγνεφουτέ,-ά,-έ (ο): , συννεφιασμένος (ο)
556 , σύσωμο (ο): , ολόκληρος (ο)
557 , ταπεινέ (ο): , ταπεινός (ο)
558 , ταχκικό-α-ο (ο): , ταχτικός (ο)
559 , τέζα: , τεντωτά , τεντωμένος
560 , τζινούρτζε: , καινούργιος
561 , τζίτρινε-ε-ε: , κίτρινος
562 , τόσε,-α,-ου (ο): , τόσος,-η,-ο (ο)
563 , τρυγικό (ο): , τρυγικός (ο)
564 , τρυφερέ,-ά,-έ (ο): , τρυφερός (ο)
565 , τσαπόλητε, (ο): , ξυπόλυτος (ο)
566 , τσαχύ (α): , τραχύς (ο)
567 , τσιτερί: , τέτοιος
568 , τσιχαρά-ού-έ (ο): , μαλιαρός -ή -ό
569 , τσουνέρ: , τίνος;
570 , τσουφαρέ-ά-έ: , οξύς-εία-ύ , μυτερός
571 , υγρέ, -ά, -έ (ο): , υγρός (ο)
572 , υστερινέ (ο): , ύστερος , τελευταίος
573 , φαητέ: , φαγωμένος
574 , φανερέ, -ά, -έ (ο): , φανερός (ο)
575 , φτακλήσαρε: , περασμένος
576 , φτερουτέ (α): , φτερωτός (ο)
577 , φτονερέ (α): , φθονερός,ζηλιάρις (ο)
578 , φτωχό ,-ά, -ό (ο): , πτωχός
579 , φυσικό (ο): , φυσικός (ο)
580 , χαιρητέ (ο): , χαρούμενος (ο)
581 , χαλκουμετένιε (το): , χαλκωματένιος (ο)
582 , χαμελέ: , χαμηλός (ο)
583 , χαριτουτέ (ο): , χαριτωμένος (ο)
584 , χονδρέ (α): , παχύς (ο)
585 , χοντάτε (ο): , χορτάτος (ο)
586 , ψαχνέ (ο): , ψαχνός, (ο) , στεγνός,ξερός
587 , ψελέ (ο): , υψηλός (ο)
588 , ψιλέ ή εψιλέ (ο): , οφθαλμος (ο)
589 , ψιλέ,ψία,ψίλε (α): , ψήλος λεπτος (ο)
590 , ψιφουτέ (α): , σκοτεινός (ο)
591 , ωμό- α- ο (ο): , ωμός , άβραστος , άψητο (ο)
592 , ώμορφο (ο): , ώμορφος (ο)