- ΑΘΟ-ΕΦ-ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ( κάνω> Ένι ποίου),Εγώ έκανα > Εζού έμα ποίου
- ΑΘΟ-ΕΦ-ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ, ανάβω> ένι ανάφου Εγώ άναβα>Εζού έμα ανάφου,
- Αρσενικό>Σερνικό ,
- Εγώ έκανα > Εζού έμα ποίου
- Εσύ έκανες > Εκιού έσα ποίου
- Αυτός,η,ο έκανε> Έντενη ἐκει ποίου
- Εμείς εκάναμε > Ενεί ἐμαοι ποίντε
- Εσείς εκάνατε> Εμού έτθαοι ποίντε
- Αυτοί,ές,ά έκαναν> Έντεοι ίγκιαει ποίντε
- θηλυκό >Σηλυκό
- Εζού έμα ποία
- Εκιού έσα ποία
- Έντανη ἐκει ποία
- Ενεί ἐμαοι ποίντε
- Εμού έτθαοι ποίντε
- Έντεοι ίγκιαει ποίντε
- ουδέτερο>Ουδέτερε
- Εζού έμα ποίντα
- Εκιού έσα ποίντα
- Έγκεινη ἐκει ποίντα
- Ενεί ἐμαοι ποίντα
- Εμού έτθαοι ποίντα
- Ένταοι ίγκιαει ποίντα
ΑΘΟ-ΕΦ-ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ, ανάβω> ένι ανάφου
- Αρσενικό>Σερνικό ,
- Εζού έμα ανάφου,
- εκιού έσα ανάφου,
- έντενη έκει ανάφου.
- Ενεί έμαει ανάφουντε,
- εμού έτθαει ανάφουντε
- έντεοι ίγκιαει ανάφουντε
- θηλυκό >Σηλυκό
- Εζού έμα ανάφα,
- εκιού έσα ανάφα,
- έντανη έκει ανάφα.
- Ενείς έμαει ανάφουντα,
- εμού έτθαει ανάφουντε,
- έντεοι ίγκιαει ανάφουντε
- ουδέτερο>Ουδέτερε
- Εζού έμα ανάφουντα,
- εκιού έσα άνάφουντα,
- έγκεινη έκει ανάφουντα.
- Ενεί έμαει ανάφουντα,
- εμού έτθαει ανάφουντα,
- ένταοι ίγκιαει ανάφουντα